Παβλίσεβιτς: «Ο Γκάλης έκανε 250 κοιλιακούς και 150 κάμψεις μετά από κάθε προπόνηση!»

Ο Νίκος Γκάλης έγινε 68 ετών και ο Ζέλικο Παβλίσεβιτς, προπονητής του Gangster στον Παναθηναϊκό, παραχώρησε συνέντευξη στο jgbasket.net όπου αναφέρθηκε στον κορυφαίο Έλληνα αθλητή όλων των εποχών.

Τι μπορείτε να μας πείτε για τον Νίκο Γκάλη;
«Πριν έρθω στην Ελλάδα, είχα παίξει δύο φορές απέναντί του, μία φορά στο Σπλιτ και μία στη Θεσσαλονίκη. Ήταν πραγματικά ένας παίκτης-μυστήριο για κάθε άμυνα. Όταν ο Γκάλης ήταν στη μέρα του, δεν υπήρχε τρόπος να τον σταματήσεις. Ήταν εξαιρετικά σταθερός στο γήπεδο, με φοβερό σουτ από μέση απόσταση και μια μοναδική ικανότητα να μπαίνει μέσα στη ρακέτα, ανάμεσα σε πολύ ψηλούς παίκτες, με απίστευτη αυτοπεποίθηση. Αναρωτιόμουν πώς τα κατάφερνε, γιατί είχε ύψος 1,83 ενώ οι ψηλοί τότε ήταν 2,12 ή και 2,15! Ήταν θέμα φυσικού ταλέντου και σκληρής δουλειάς. Παρατηρούσε τα πόδια των ψηλών. Τους διάβαζε. Όταν έβλεπε ότι σηκώνονται για τάπα, εκείνος τους ξεγελούσε με μια προσποίηση, περίμενε το σωστό timing και όταν αυτοί κατέβαιναν, εκείνος ανέβαινε. Αυτό είναι τέχνη. Φαίνεται απλό, αλλά είναι τέχνη».

Μιλάτε για την προσποίηση στο σουτ, έτσι;
«Ναι, φυσικά. Όταν έμπαινε με τη δύναμή του, την τεχνική του και το σουτ από μέση απόσταση, ήταν δεδομένο ότι θα βάλει τουλάχιστον 20-25 πόντους σε κάθε ματς».

Ο Γκάλης είναι ίνδαλμα στη χώρα του…
«Είναι ίνδαλμα. Για μένα, ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής όλων των εποχών. Κάποιοι λένε ότι είναι από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της Ελλάδας. Ίσως είναι υπερβολή, αλλά ο αθλητισμός έχει μεγάλη επίδραση στην ψυχολογία ενός λαού. Όταν κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ ’87 με την Εθνική, πολλοί έλεγαν ότι αυτός ο άνθρωπος άλλαξε τη νοοτροπία μιας χώρας, από ηττοπαθείς σε νικητές. Είχε πάντα ένα αυστηρό ύφος στο γήπεδο, σοβαρό, σχεδόν εχθρικό. Μιλούσε λίγο. Όμως πίσω από αυτό υπήρχε ένας άνθρωπος σοβαρός, με αίσθηση της ευθύνης, με σεβασμό προς τους άλλους και γεννημένος νικητής. Κέρδισε πολλά παιχνίδια, με τον Άρη, τον Παναθηναϊκό, την Εθνική. Ποτέ δεν δημιούργησε πρόβλημα. Ήταν ανταγωνιστικός, στην προπόνηση, στους αγώνες, πάντα σοβαρός και πάντα σωστός με τους συμπαίκτες του. Ήταν και ηγέτης. Κι αν ως προπονητής έχεις έναν τέτοιο ηγέτη που δουλεύει σκληρά και θέλει να νικάει, αυτό είναι χρυσάφι. Πολύ σπάνιο και πολύτιμο. Μετά από κάθε προπόνηση, ανεξάρτητα αν ήταν σκληρή ή πιο χαλαρή, έκανε 250 κοιλιακούς και 150 κάμψεις. Κάθε φορά.

250 κοιλιακούς και 150 κάμψεις;
«Ναι, αυτό ήταν το “πρωτόκολλό” του. Και γι’ αυτό τον αποκαλούσαν “ο άνθρωπος από σίδερο”. Γιατί για 40 λεπτά ήταν πάντα στο ίδιο επίπεδο. Και στο τέλος μπορούσε να βάλει το πιο κρίσιμο καλάθι. Παίκτες σαν τον Γκάλη ή τον Ντράζεν ήθελαν να παίζουν και τα 40 λεπτά. Έμπαιναν στο γήπεδο απόλυτα συγκεντρωμένοι και μπορούσαν να πάρουν το ματς μόνοι τους. Αυτό, ως προπονητής, πρέπει να το σέβεσαι.

Το μυστικό για να αντέχει 40 λεπτά ήταν οι κοιλιακοί και οι κάμψεις;
«Μην ξεχνάμε και το ψυχολογικό σκέλος. Ο Γκάλης ήταν απίστευτα δυνατός πνευματικά. Πειθαρχημένος, εργατικός, με συγκέντρωση. Γι’ αυτό και είχε τόσο μακρά καριέρα. Ήξερε ότι με το ύψος του και το στιλ παιχνιδιού του, έπρεπε να είναι σε απόλυτη φόρμα. Αλλά πάνω απ’ όλα είχε μπασκετική ευφυΐα. Πολλοί παίκτες έλεγαν μετά τους αγώνες: “Αυτόν δεν μπορείς να τον σταματήσεις”».

«Αν δεν σεβαστείς τον Γκάλη, δεν θα έχεις θέση στην ομάδα»

Κάποια προσωπική σας εμπειρία μαζί του;
«Θα σου πω κάτι. Όταν ήμουν στον Παναθηναϊκό, στο δεύτερο μου χρόνο, αποκτήσαμε τον Άριαν Κόμαζετς, έναν παίκτη με τεράστιες προοπτικές, θεωρούνταν διάδοχος του Ντράζεν. Είχαμε Γκάλη, Βράνκοβιτς, Κομάζετς και Βολκόφ. Όταν ήρθε ο Κόμαζετς, μίλησα πρώτα με τον Γκάλη. Του είπα: “Νικ, έρχεται ένα νέο παιδί, ταλαντούχο, που θα βάζει πόντους, αλλά πρέπει να συνεργαστεί”. Και εκείνος μου είπε: “Κόουτς, κανένα πρόβλημα, αρκεί να είναι σωστός στο γήπεδο. Αν πρέπει να πασάρει, να πασάρει. Αν πρέπει να μαρκάρει, να μαρκάρει. Από μένα θα έχει σεβασμό”. Εκείνη τη χρονιά, το 1992, ήταν η πρώτη φορά που ο Γκάλης δεν ήταν πρώτος σκόρερ στη λίγκα, ήταν πρώτος στις ασίστ. Μίλησα όμως και με τον Κόμαζετς. Νεαρός, με καλά λεφτά, 20 χρονών… του είπα: “Μπορείς να γίνεις ο καλύτερος, αλλά ο ηγέτης εδώ λέγεται Γκάλης. Αν δεν τον σεβαστείς, δεν θα έχεις θέση στην ομάδα”. Και το κατάλαβε. Και είχαμε μια καλή χρονιά, πήραμε και το Κύπελλο».

Μιλήστε μας για τον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά, την προσωπικότητα του Γκάλη.
«Ο Νίκος είχε μια “άμυνα” γύρω του, γιατί ήταν ο πιο διάσημος άνθρωπος στην Ελλάδα. Με αυτή την έννοια, προστάτευε τον εαυτό του φορώντας μια “μάσκα” σοβαρότητας, μια έκφραση αυστηρή, σχεδόν απρόσιτη. Σας το λέω κι από προσωπική εμπειρία: όταν είσαι προπονητής σε ομάδες όπως ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός, θεωρείσαι πολύ σημαντικός στην Ελλάδα. Και όταν κυκλοφορείς έξω, πάντα θα έρθει κάποιος να σου πει: “Συγγνώμη, μπορώ να κάνω μια ερώτηση;”. Και αυτή η μικρή ερώτηση μπορεί να κρατήσει και είκοσι λεπτά. Στην περίπτωση του Γκάλη, αυτό μπορούσε να κρατήσει πολύ περισσότερο. Οπότε είχε κάθε λόγο να είναι επιφυλακτικός, να κρατάει μια αποστασιοποιημένη στάση. Παρ’ όλα αυτά, στις προπονήσεις, πριν τους αγώνες, ήταν πάντα σοβαρός, απόλυτα συγκεντρωμένος, και βοηθούσε και τον προπονητή, ώστε να υπάρχει ηρεμία και να μην επικρατεί πανικός.

Μου έκανε εντύπωση αυτό που είπατε για τους κοιλιακούς και τις κάμψεις μετά από κάθε προπόνηση. Δεν ήταν τόσο συνηθισμένο τότε, οι παίκτες συνήθως έμεναν για να κάνουν κάποια σουτ.
«Όχι, όχι, όχι. Τα σουτ φυσικά και υπήρχαν, εγώ, άλλωστε, ήμουν προπονητής που δούλευε πολύ στο κομμάτι του σουτ. Κάθε προπόνηση περιλάμβανε 120 ή 150 σουτ. Αυτό ήταν δεδομένο. Και ο Γκάλης, φυσικά, έκανε τα δικά του έξτρα σουτ μετά την προπόνηση, κάτι πολύ συνηθισμένο στους καλούς παίκτες, εκτός ίσως από την ημέρα πριν τον αγώνα, που πρέπει να υπάρχει ξεκούραση.

Τι ήταν αυτό που σας εντυπωσίασε περισσότερο σ’ αυτόν; Το σουτ από μέση απόσταση; Η διείσδυση; Οι προσποιήσεις;
«Κοίτα, στο ένας με έναν δεν έχω δει πολλούς παίκτες που μπορούσαν πραγματικά να τον σταματήσουν. Μπορεί να τον σταματήσεις μία-δυο φορές, αλλά όχι διαρκώς. Όπως δεν μπορείς να σταματήσεις κι έναν σουτέρ όταν “ζεσταθεί”. Η διείσδυση ήταν το μεγάλο του όπλο. Είχε φοβερά δυνατά πόδια, άλμα εξαιρετικό για το ύψος του, και τρομερή ταχύτητα. Το πρώτο του βήμα ήταν αστραπιαίο, εκεί έκανε τη διαφορά, όπως πολλοί Αμερικανοί παίκτες που έχουν αυτή τη φυσική εκρηκτικότητα.
Και να σου πω και μια ιστορία: ο Ρεντ Άουερμπαχ, ένας από τους πιο διάσημους προπονητές στην ιστορία του ΝΒΑ, είχε δηλώσει ότι το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας του ήταν που δεν υπέγραψε τον Νίκο Γκάλη στους Σέλτικς. Αυτό είπε επίσημα! Το σουτ του από μέση απόσταση ήταν εξαιρετικό. Δεν ήταν παίκτης του τρίποντου, εκείνη την εποχή, άλλωστε, δεν υπήρχε καν το τρίποντο στην αρχή. Γι’ αυτό και οι μέσοι όροι του, 30 πόντοι ανά αγώνα, έχουν ακόμα μεγαλύτερη αξία. Όταν μπήκε το τρίποντο στο παιχνίδι, δεν ήταν από τους κορυφαίους σουτέρ μακρινής απόστασης, μπορούσε όμως να βάλει 3 ή 4 σε ένα ματς. Όμως στα σουτ των 5-6 μέτρων, ήταν αλάνθαστος – μπορούσε να τελειώσει το ματς με 12/16».

Αμυντικά πώς ήταν;
«Όπως όλοι οι μεγάλοι σκόρερ: σωστός. Δεν θα του ζητήσεις να είναι ο κορυφαίος αμυντικός, αλλά έκανε τη δουλειά του. Έπαιρνε αμυντικά ριμπάουντ, και, το πιο σημαντικό, στη μέρα του, μπορούσε να δώσει και 8 ή 10 ασίστ, μαζί με τους 30 πόντους.

Είχατε προπονήσει και τον Ντράζεν Πέτροβιτς. Υπάρχουν ομοιότητες στον χαρακτήρα ή στο ηγετικό τους προφίλ;
«Τέτοιες συγκρίσεις είναι πάντα δύσκολες. Ο Ντράζεν έβγαζε περισσότερη ενέργεια, ήταν πιο έντονος, πιο εκδηλωτικός. Ο Γκάλης, ακόμα κι όταν έβαζε ένα καθοριστικό καλάθι ή έκανε κάτι σπουδαίο, κρατούσε την ίδια έκφραση. Δεν έδειχνε τα συναισθήματά του. Και αυτό, για έναν προπονητή, είναι μεγάλο προτέρημα. Σε μια καριέρα 20 ετών, όλοι προσπαθούσαν κάθε εβδομάδα, ή και δύο φορές την εβδομάδα, να τον σταματήσουν. Και για να το αντέξεις αυτό, πρέπει να είσαι πνευματικά πολύ δυνατός. Δεν ήταν από αυτούς που θα βάλουν 30 πόντους σε ένα ματς και μετά θα εξαφανιστούν. Όχι. Είχε σταθερούς μέσους όρους, συχνά πάνω από 30 πόντους, για ολόκληρες σεζόν. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο».

To Top