Σήμερα, δεν θα μιλήσεις με κανέναν άλλον, παρά μονάχα με μένα. Δεν θα δεχτώ, καν, ερωτήσεις, ούτε θα απαντήσω σε κάποιον. Θα κάνω μονόλογο. Ένα θεατρικό. Ένα μονόπρακτο. Ήρθε η ώρα να μάθεις ποιος ρυθμίζει τους κανόνες του παιχνιδιού…
Στην σκιά και στο φως
Με έχουν πει πόρνη. Αυτοί που ξέρουν. Στα καφενεία, σε κερκίδες, κοιτάζοντας την τηλεόραση, έχουν μουρμουρίσει ή ουρλιάξει(κι εσύ ανάμεσά τους) “π@#€&άνα μπάλα”. Υπάρχει διαφορά. Δεν δέχομαι να συγχέουν την ιέρεια του σεξ με την φθηνή, την ξετσίπωτη. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι την λέξη πόρνη δεν την ποινικοποιούν, ενώ την άλλη την βάζουν με διάφορα σημαδάκια, για να μην φάνε μηνύσεις.
Βέβαια, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ έχει γράψει τις “Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου”, αλλά ο λόγος του καλλιτέχνη δεν ποινικοποιείται. Σωστά. Δεν φταίνε οι λέξεις, αλλά η σημασία που τις αποδίδουμε, ο τρόπος που τις λέμε. Αυτό τις κάνει χυδαίες ή ποιητικές. Αν και ο τίτλος δεν θυμίζει μπάλα, μα διαιτησία, επιστρέφουμε στον κόσμο της πρώτης.
Έχουν γράψει διηγήματα, ιστορίες, ποιήματα για μένα. Δεν περπατάω. Κυλάω. Στα είπε ο Γκαλεάνο, ο “παππούς του ποδοσφαίρου”, γράφοντας “Το ποδόσφαιρο στην σκιά και στο φως”:
Η μπάλα
“Η μπάλα των Κινέζων ήταν δερμάτινη, παραγεμισμένη με κάνναβη. Οι Αιγύπτιοι της εποχής των Φαραώ την έφτιαχναν από άχυρο ή πίτυρα, και την τύλιγαν με χρωματιστά πανιά. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την κύστη του βοδιού, την οποία γέμιζαν και έραβαν. Οι Ευρωπαίοι του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης έπαιζαν με μια μπάλα σχήματος οβάλ, παραγεμισμένη με αλογότριχες. Στην Αμερική, την έφτιαχναν από καουτσούκ, και χοροπηδούσε όσο σε κανένα άλλο μέρος. Οι χρονικογράφοι της ισπανικής αυλής αναφέρουν με τι τρόπο ο Ερνάν Κορτές έκανε μια μεξικανική μπάλα να πετάξει ψηλά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αυτοκράτορα Καρόλου.
Η μπάλα από λάστιχο, που τη φούσκωναν και την κάλυπταν με δέρμα, γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, χάρη στην ευρηματικότητα του Τσαρλς Γκούντγιαρ, ενός Αμερικανού από το Κονέκτικατ. Και χάρη στην ευρηματικότητα τριών Αργεντινών από την Κόρδοβα, του Τοσολίνι, του Βαλμπονέζι και του Πόλο, γεννήθηκε, πολύ αργότερα, η μπάλα χωρίς ραφές. Οι ίδιοι επινόησαν τον αεροθάλαμο (σαμπρέλα) με βαλβίδα ασφαλείας, τον οποίο γέμιζαν αέρα με αντλία, κι έτσι από το Μουντιάλ του ’38 οι παίκτες δεν έγδερναν πια το κεφάλι τους. Γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα, η μπάλα ήταν καφέ. Στη συνέχεια άσπρη.
Σήμερα τα μοντέλα είναι μαύρα σε άσπρο φόντο, με διάφορες παραλλαγές. Τώρα έχει περίμετρο εβδομήντα εκατοστά και είναι καλυμμένη με πολυουρεθάνη πάνω σε αφρό πολυαιθυλενίου. Είναι αδιάβροχη, ζυγίζει λιγότερο από μισό κιλό, και κινείται γρηγορότερα από την παλιά δερμάτινη μπάλα, που γινόταν ασήκωτη τις βροχερές μέρες. Την αποκαλούν με διάφορα ονόματα: σφαίρα, τόπι, στρογγυλή θεά. Στη Βραζιλία δεν αμφιβάλλει κανείς ότι είναι γυναίκα. Οι Βραζιλιάνοι τη λένε χοντρούλα, γκορντουτσίνια, ή κοριτσάκι, μενίνα, και της δίνουν διάφορα ονόματα, Μαρικότα, Λεονόρ ή Μαργαρίτα. Ο Πελέ τη φίλησε στο Μαρακανά, όταν έβαλε το χιλιοστό του γκολ, και ο Ντι Στέφανο της έστησε μνημείο στην είσοδο του σπιτιού του, μια μπρούντζινη μπάλα με την επιγραφή Σ’ ευχαριστώ, παλιοκόριτσο.
Η μπάλα είναι πιστή. Στον τελικό του Μουντιάλ του ’30 οι δυο ομάδες επέμεναν να παίξουν με τη δική τους μπάλα. Ο κριτής, σαν τον σοφό Σολομώντα, αποφάσισε ότι στο πρώτο ημίχρονο θα έπαιζαν με την μπάλα της Αργεντινής και στο δεύτερο με την μπάλα της Ουρουγουάης. Η Αργεντινή κέρδισε στο πρώτο ημίχρονο, και η Ουρουγουάη στο δεύτερο. Όμως η μπάλα έχει και τις ιδιοτροπίες της, και καμιά φορά δεν θέλει να μπει στο τέρμα, γιατί αλλάζει γνώμη στον αέρα, και λοξοδρομεί. Είναι, βλέπετε, πολύ μυγιάγγιχτη. Δεν ανέχεται να την κλοτσάνε εκδικητικά, ή να την κακομεταχειρίζονται. Απαιτεί να τη χαϊδεύουν, να τη φιλάνε, να τη νανουρίζουν στο στήθος, ή στο πόδι τους. Είναι πολύ περήφανη, και ίσως λιγάκι αλαζονική, αλλά δεν έχει άδικο: ξέρει καλά πως δίνει χαρά σε πολλές ψυχές, και πως πολύς κόσμος κοψοχολιάζεται όταν πέφτει άγαρμπα.”
Διάβασε και ξαναδιάβασε την παραπάνω περιγραφή μου, από την πένα ενός ευλογημένου Ουρουγουανού. Προσεκτικά. Λέξη την λέξη…
Λίγο μέσα, λίγο έξω, παλιοκόριτσο!
Εσύ δεν βλέπεις. Δεν το διδάχτηκες. Απλά, κοιτάς. Κατάλαβες; Έχει μεγάλη σημασία και διαφορά η μία από την άλλη λέξη. Δεν αφουγκράζεσαι. Ακούς. Δεν επικοινωνείς. Μιλάς. Ενίοτε, ουρλιάζεις κιόλας!
Με φιλάνε πριν με βάλουν στο χορτάρι. Με γυρίζουν, από κει κι από δω. Μου δίνουν, λέει, φάλτσα, καμπύλη, τροχιά, πορεία. Με παίρνουν απ’ τα δίχτυα και τρέχουν στην σέντρα, με βάζουν κάτω απ’ την μπλούζα, με φιλάνε, μου μιλάνε, με κλωτσάνε. Με αγανάκτηση ή με ανακούφιση. Κάποιες φορές, με μανία. Ψηλά!
Εκεί βρίσκομαι. Από εκεί κατεβαίνω και πηγαίνω όπου γουστάρω. Εγώ είμαι που αποφασίζω. Για εμένα παθαίνουν ανακοπή σε τσιμέντα και καρεκλάκια, εγώ κάνω ένα κουβάρι κερκίδες ολόκληρες. Άλλους να κλαίνε, άλλους να γελάνε. Εγώ είμαι το “ουφ” ή το “γαμώτο” για την ευκαιρία που χάνεται. Εγώ είμαι ο στόχος, το “γκόοοοοοολ” που φωνάζεις. Εγώ αποφασίζω!
Ξέρω, διαβάζεις ή ακους, δεξιά και αριστερά για αποδόσεις παιχτών, αποφάσεις προπονητών. Για κριτικές παιχνιδιών. Νίκες, ήττες, ισοπαλίες. Κι εσύ ο ίδιος γράφεις, εδώ, κατεβατά. Μια έτσι, μια γιουβέτσι. Μια μέρα καλή, μια στραβή. ” Τα μάτια σου πόνεσαν”, είπες μεσοβδόμαδα. Εγώ, όμως… μπήκα. Το ίδιο και μια βδομάδα πίσω.
“Κακοποίηση ποδοσφαίρου, κλωτσοσκούφι” και διάφορα αντίστοιχα. Μπήκα, πάλι. Λίγο παραπίσω, με στήσανε στο πέναλτι και μπήκα στο πλεκτό. Αναπαύτηκα, όπως λένε, στα δίχτυα. Δεν αναπαύομαι. Ποτέ. Ούτε κι εσείς πρέπει να εφησυχάζετε! Στην τσίτα. Όλες οι αισθήσεις.
Προηγείται κάποιος, όμως εγώ γυρίζω την μοίρα των αγώνων και αλλάζω τα κόζια. Έχεις μεγάλη εμπειρία μαζί μου. Ούτε κι εσύ να επ-αναπαύεσαι. Να περιμένεις το περίεργο. Το απροσδόκητο. Την αλλαγή πορείας. Το λίγο έξω, μέχρι να αποφασίσω, ξανά εγώ πάντα εγώ, για το λίγο μέσα!
Τα καπρίτσια της θεάς
Αφήνουμε στην άκρη την διήγηση που μου έκανε η μπάλα και πιάνουμε να κάνουμε δεκάλεπτα όσα είδαμε, αλλά και να τα συνδέσουμε, βγάζοντας νόημα.
Εδώ και κάνα εικοσαήμερο, είδαμε την ανάγκη να γίνεται φιλότιμο. Το παιχνίδι στο Περιστέρι “γύρισε”, αν και βρεθήκαμε πίσω στο σκορ. Στο Αγρίνιο, στο κύπελλο, είχε μετρημένες φάσεις κι ένα πέναλτι στις καθυστερήσεις, που έγειρε την ζυγαριά σε μας. Ξανά στο Αγρίνιο, στο πρωτάθλημα, λίγα λεπτά πριν την συμπλήρωση 90′, ο παίχτης μας ήταν εκεί που έπρεπε και τα καπρίτσια της “στρογγυλής θεάς”, την λένε κι έτσι, ήταν τέτοια που το τακουνάκι έγινε ασίστ στρωμένη. Πάρε, βάλε, στον ίδιο τον παίχτη από τον… εαυτό του! Γκολ!!
Πρόσφατα, με την ομάδα από το Μαρκόπουλο της Αττικής το τόπι, άλλη μια λέξη για την μπάλα του ποδοσφαίρου, έπαιξε άσχημο παιχνίδι στον αντίπαλο τερματοφύλακα και στρώθηκε σε κενό τέρμα στον παίχτη μας. Μετά, μέχρι και την λήξη του παιχνιδιού, την ταλαιπώρησαν άπαντες. Κυρίως εμείς,.που έχουμε την ποιότητα. Αυτή, πόρνη γαρ, δεν ξεχνάει. Ούτε πώς της συμπεριφέρεσαι, ούτε το τι γράφεις γι’ αυτήν.
Είναι ερωμένη, πληρώνεις για να την δεις, σενκαψουρεύει. Ελπίζεις. Σου δίνει και σου παίρνει. Απαντάει, λες και έχει στόμα. Όταν το κάνει τόσο άμεσα, σε τόσο κοντινό διάστημα, είναι σαν να σου λύνει όλες τις απορίες και να σε επιστρέφει στην ταπεινότητα… ταπεινώνοντάς σε.
Χτες το βράδυ, ο Άρης έκανε το καλύτερο παιχνίδι του εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Το έλεγα στον μικρό και στον Γιάννη δίπλα, στην κερκίδα. Μετά τις αρχικές ανασφάλειές μου, πες απ’ το τέταρτο κι έπειτα, ως την λήξη του ημιχρόνου, είχαμε τουλάχιστον πέντε καραμπινάτες φάσεις για γκολ. Σουτ αλλά και κεφαλιά Άλβαρο. Δύο σουτ Ράτσιτς. Ένα σουτ Μόντσου. Οι πιο μεγάλες, από τις ευκαιρίες. Γύρω στο 40′ είπα πως είναι πολύ άδικο το σκορ και συμφωνούσαμε πως “η πόρνη” μας απαντάει. Σαν να θέλει να μας πει, να μας επαναφέρει στα ίσα για τις γκρίνιες και για τα “νικήσαμε, αλλά δεν παίζουμε”. Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το σάλιο στο στόμα και ήρθε η σέντρα, η κεφαλιά, το γκολ. Έτσι επέλεξε να δώσει το χτεσινό της μάθημα. Με τρόπο σκληρό, αλλά σοφό.
Μανόλο και Γκιγιέρμο
Τα παιχνίδια διαρκούν 90+ λεπτά. Η ανησυχία μου ήταν το αν θα υπάρχει διάρκεια στην απόδοση, στο δεύτερο ημίχρονο. Ιδανικά, ένα γρήγορο γκολ. Αυτό που βρήκε η ομάδα των Σερρών.
Η ειρωνεία είναι πως, στην ανάπαυλα, λέγαμε για το γκολ του Σμπάρι στο Ο.Α.Κ.Α. , τότε που ο Φάνης… κέρδισε ένα μηχανάκι και οι Ολυμπιακοί έχασαν καμιά 50ριά “μάτια” ! Πέρα από τις 5 καραμπινάτες φάσεις του 1ου ημιχρόνου, οι 3 κλασικές του δευτέρου ήταν ένα σουτ του Τεχέρο που έβγαλε στην γωνία ο κομπλεξικός, πολυτραυματίας, αντίπαλος κίπερ, ένα του Γιαννιώτα που απέκρουσε ενστικτωδώς και φυσικά η κεφαλιά του Μορόν, με την συμπλήρωση των καθυστερήσεων. Δεν επαναλήφθηκε η κατάληξη εκείνης του Φαμπιάνο, λίγα χρόνια πίσω, στο ίδιο χρονικό σημείο. Συμβαίνει. Άλλος αποφασίζει, όπως αναλύσαμε!
Παρένθεση. Δεν είναι ο βαθμός ή το ένα γκολ στην μία ευκαιρία. Η μπάλα είναι τέτοια, αυτή ορίζει πού θα πάει, όπως λέει και η ίδια παραπάνω. Είναι το απύθμενο κόμπλεξ, η κουτοπονηριά, η δουλοπρέπεια, ο τραυματίας που γίνεται σπρίντερ, ο δεύτερος τερματοφύλακας στην σειρά που τάχαμου παθαίνει θλάσεις σε ροή αγώνα. Σύντομα, παρέα με το αμαξάκι, το Σκόντα του Πανόπουλου εκεί στο όριο του αφανισμού, εύχομαι. Κλείνει η παρένθεση και ανοίγει άλλη!
Ευαγγέλου, είσαι ικανότατος! Μόνο έτσι γίνεται η δουλειά. Με κόρνερ αλλά και ταυτόχρονο σφύριγμα λήξης ημιχρόνου, με κάρτα σε φάουλ μας στην αντίπαλη περιοχή, αλλά όχι σε φάουλ τους στο κέντρο, σε κλέψιμο και αντεπίθεση. Με διακοπές παιχνιδιού, σχεδόν πάντα 10-15 δευτερόλεπτα μετά το υποτιθέμενο φάουλ. Εύγε ρε απίθανε τύπε. Γουοναμπί διαιτητή μπάσκετ, με λατρεία στις επαφές! Εύγε, γιατί το έργο σου πέτυχε. Ο στόχος ήταν ο εκνευρισμός. Έπαιξε τον ρόλο του, καθώς παρά την μεγάλη και σωστή προσπάθεια, η ολοκλήρωση των ενετηειών και οι περισσότερες αποφάσεις των παιχτών μας είχαν αδικαιολόγητη βιασύνη, όπως σωστά έλεγε ο Νίκος ο Λιούι έξω απ’ την καντίνα μετά το ματς.
Βρήκα τον Κωστάκη απ’ τον Λαγκαδά, τον Άγγελο απ’ τα Κάστρα, τον Κώστα απ’ τα δυτικά. Αυτά λέγαμε, μέσες άκρες, με όλα τα παιδιά. Ο Κωστάκης, μονάχα, το πήγε παραπέρα:
“Νίκη θέλω ρε φίλε. Δεν με νοιάζει το ποδόσφαιρο. Είμαι 44, φτάνεις 50”!
Προσπερνάω το ότι μου θύμισε ηλικία, αλλά και πορεία παρουσίας δίπλα στην ομάδα. Όλο αυτό, θα έπρεπε να είναι δίδαγμα και να έχω καταλήξει κάπου. Ο παιδικός φίλος ξέρει τι θέλει. Το είπε ντόμπρα, στα ίσα. Εγώ, από την άλλη, ένιωθα πλήρης με όσα είδα. Γεμάτη εικόνα, πάθος, κάθετο ποδόσφαιρο σουτ από μέση και κοντινή απόσταση, σέντρες, κεφαλιές. Στο φινάλε, αυτά δεν ζητάω, γράφοντας από εδώ; Η… τύπισσα αποφάσισε να μην μπει. “Ο Όγιος ή ο Χιμένεθ”, που έγραψε και ο Νίκος Παπαδόπουλος στο AllaboutAris μεσοβδόμαδα. Ε, ο Μανόλο ντύθηκε Γκιγιέρμο, ένα βράδυ.
Τι θέλω; Νίκες “μισό μηδέν” και όπως αυτές έρθουν; Παραγωγή φάσεων, ματς σχεδόν ολοκληρωτικής επικράτησης μα με την στραβή να παραμονεύει στο τέλος; Ιδανικά, συνδυασμό των δύο παραπάνω; Νίκες με ωραία μπάλα, φυσικά. Ποιος μπορεί να διαφωνεί; Ξέρω πως έχω την υπομονή να δω να δουλεύονται αυτά τα δύο, το πάντρεμά τους, αρκεί να στηριχθεί επιτέλους ένας άνθρωπος που δείχνει να επαναφέρει πράγματα και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αν θέλω κάτι, είναι αυτό.
Αντί επιλόγου
Πόρνη μπάλα!
Π€#@άνα σφυρίχτρα…
ΥΓ Τεράστιος παίχτης ο Ράτσιτς. Ηγετική εμφάνιση, άλλη μία, από την στιγμή που βρήκε ρόλο στο γήπεδο. Από κοντά, Μόντσου, Τεχέρο. Όλη η ομάδα μόχθησε. Το αποτύπωμα αυτού φάνηκε στο, σχεδόν, καθολικό χειροκρότημα του γηπέδου με την λήξη. Έκανες αυτά που περνούσαν από τα… πόδια σου, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Προσπάθησες ως το τελευταίο δευτερόλεπτο. Συνέχισε. Λέγεται και “αισθητήριο του κόσμου”.
Κυριακή, 28 Σεπτεμβρίου 2025
“ο Χιούι”
