Ποιοι θέλουν να μείνει στο σκοτάδι η υπόθεση της δολοφονίας Λυγγερίδη; Ο δικηγόρος της οικογένειας του αδικοχαμένου αστυνομικού, Βασίλης Καπερνάρος μίλησε στον ΣΚΑΪ, και έδωσε απαντήσεις.
Αναλυτικά όσα είπε με αφορμή τα απειλητικά μηνύματα που δέχθηκαν οι γονείς του Γιώργου Λυγγερίδη: «Διαπιστώνω ότι είμαστε σε μία κατάσταση όπου το τέρας δε χτυπάει την πόρτα μας, έχει μπει στο σπίτι μας. Είναι ο απόλυτος εξευτελισμός του επιπέδου της σημερινής κοινωνίας. Είναι άρρωστοι και άκρως επικίνδυνοι αυτοί οι άνθρωποι.
Είδα δικαστές να δακρύζουν την ώρα της κατάθεσης του πατέρα Λυγγερίδη, είδαν έναν αγέρωχο άνθρωπο. Είδα ανθρώπους στο ακροατήριο να κλαίνε και να διερωτώνται που θα πάει αυτή η ιστορία. Θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από δύο άτομα που μιλούσαν μεταξύ τους. Είναι νόμιμες απομαγνητοφωνήσεις.
Και λένε: “Ευθεία βολή ε; Μπαμ. Ναι, και όποιον πάει χάρος. Τα πήγαν δέκα άτομα εκεί, είχαν και δυναμίτες ΑΚ. Πήγαν για θάνατο, πήγαν για τα ΜΑΤ, αλλά είχαν μόνο δύο διμοιρίες”. Είναι ένας διάλογος που έγραψε ο υπερκοριός. Πώς μπορείς να χαρακτηρίσεις αυτούς τους δύο νέους ανθρώπους; Αναίτια λέει ο δολοφόνος τον χτύπησε. ?Εδώ σήκωσε, σημάδεψε και τον χτύπησε σε ευθεία γραμμή.
Πήγαν να σκοτώσουν θεσμικά πρόσωπα. Δε σημάδεψε τον Λυγγερίδη, δεν τον ήξερε. Απλώς ήθελε να σκοτώσει κάποιον. Πώς θα αντιμετωπίσουμε τέτοια γεγονότα και τέτοιες ενέργειες, εάν κάποιοι που ασχολούνται τους χειραγωγούν ή τους ανέχονται; Θέλουν ανθρώπους-αντικείμενα για να τους είναι χρήσιμοι όποτε θέλουν. Δεν έχω στοιχεία για συγκεκριμένους. Ο πατέρας Λυγγερίδης είπε ότι εύχομαι ο γιος μου να είναι το τελευταίο θύμα. Ό,τι και να πούμε δεν έρχεται πίσω αυτό το παιδί.
Θα μπορούσε τα πυρομαχικά να είναι σε οποιοδήποτε γήπεδο, δεν έχει να κάνει με το χρώμα της ομάδας, έχει να κάνει με τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης. Το πρωτεύον είναι ότι κάποιοι σκοτώνουν άλλους συνομήλικους τους. Τόλμησα και είπα πολλά σχετικά με τη δικογραφία στο ακροατήριο. Βεβαίως, σε αυτή την περίπτωση ήταν στο “Γ. Καραϊσκάκης”. Όταν ήμουν στον Ηρακλή δε συνέβαιναν τέτοια πράγματα. Κανείς από το ΔΣ δε σκεφτόταν να έρθει σε επαφή με τέτοια άτομα. Σαν φοιτητής πηγαίναμε σε όλα τα γήπεδα όλοι μαζί».
