ΜΠΑΣΚΕΤ TOP

Τανούλης: “Από μικρός στον Άρη ήθελα να μοιάσω τον Στακ! Με ενέπνευσαν Ηλιάδης και Χατζηβρέττας”

Ο Γιώργος Τανούλης, ο οποίος ξεκίνησε από τις ακαδημίες του Άρη, αγωνίστηκε τη φετινή σεζόν στο Μαρούσι ως δανεικός από τον Ολυμπιακό, και για πρώτη φορά στην καριέρα του είχε σταθερό ρόλο στο ροτέισον μίας ομάδας, παίζοντας 13 λεπτά ανά παιχνίδι με 5,1 πόντους και 3,3 ριμπάουντ κατά μέσο όρο στην GBL.

Σε ιντερνετική συνέντευξη που έδωσε τόνισε:

Για τη στιγμή που έκλαψε όταν ο αδερφός του, Κωνσταντίνος Τανούλης, έστειλε τους Νέους του Ολυμπιακού στα προημιτελικά του UEFA Youth League: «Ήταν μία από τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου. Όταν ο αδερφός μου πάει καλά, το χαίρομαι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι όταν πάω εγώ καλά σε ένα ματς. Γιατί όταν αγωνίζεσαι ο ίδιος, έχεις περάσει την προπόνηση, ξέρεις πού βρίσκεσαι, νιώθεις έτοιμος και σίγουρος. Όταν όμως παρακολουθείς τον άλλον, χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα, τα συναισθήματα είναι πολύ πιο έντονα. Ακόμα με κοροϊδεύει λίγο για την αντίδρασή μου εκείνη τη μέρα, γιατί δεν συνηθίζω να ξεσπάω έτσι. Αλλά το χάρηκα τόσο πολύ! Η οικογένεια είναι πάνω απ’ όλα για μένα. Ο αδερφός μου είναι πάνω απ’ όλα. Αν υπάρχει κάτι που με χαρακτηρίζει, είναι η αγάπη και το δυνατό δέσιμο που έχω με την οικογένειά μου».

Για το πώς ξεκίνησε το μπάσκετ: «Ξεκίνησα το μπάσκετ… κατά τύχη, να σου πω την αλήθεια! Είχαμε βρεθεί με τον πατέρα μου έξω από το γήπεδο του Άρη, τότε. Άκουσα μπάλες να χτυπάνε στο παρκέ και του λέω: “Μπαμπά, τι είναι αυτό;” Μου λέει: “Πάμε να δούμε.” Εκείνη την ώρα είχαν προπόνηση μικρά παιδιά. Ο προπονητής με είδε — ήμουν αρκετά μεγαλόσωμος για την ηλικία μου — και μου είπε: “Μπες μέσα!” Και δεν ξαναβγήκα ποτέ. Μπήκα στο μπάσκετ… από σπόντα. Και τελικά έγινε τρόπος ζωής. Παίζω από τριάμισι χρονών και είμαι 23. Δηλαδή, δεν θυμάμαι τον εαυτό μου ούτε μία μέρα χωρίς προπόνηση. Είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μου, είναι η ζωή μου».

Για τα πρότυπά του: «Μικρός, όταν ήμουν στις ακαδημίες του Άρη, πάντα μου άρεσε ο Ράιαν Στακ! Τόσο πολύ, που είχα αφήσει και μακριά μαλλιά για να του μοιάσω! Ευτυχώς, δεν υπάρχουν πια φωτογραφίες από τότε… Ευτυχώς (γέλια)! Μεγαλώνοντας, όμως, επειδή είμαι και από τον Εύοσμο, ο Νίκος Χατζηβρέττας ήταν πρότυπο για όλα τα παιδιά της περιοχής. Τον παρακολουθούσαμε όλοι με θαυμασμό. Και φυσικά, και ο Σάββας Ηλιάδης, που είναι κι αυτός από τη δυτική Θεσσαλονίκη, ήταν επίσης ένας παίκτης που μας ενέπνεε. Αυτοί ήταν οι δικοί μας ήρωες».

Για τη διαδρομή του στο μπάσκετ: «Από τη στιγμή που μπήκα πρώτη φορά σε γήπεδο μπάσκετ, δεν αμφέβαλα ποτέ ότι αυτό ήθελα να κάνω. Από μικρός, δεν υπήρχε κάτι άλλο μέσα μου — ένιωθα πάντα ότι αυτό είμαι φτιαγμένος να κάνω. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι δεν είχα ποτέ το “πρέπει”. Κι αυτό το χρωστάω στην οικογένειά μου. Οι γονείς μου ήθελαν μόνο ένα πράγμα: να είμαι χαρούμενος. Από τη στιγμή που δεν υπήρχε πίεση, εγώ απλά απολάμβανα το παιχνίδι. Γούσταρα αυτό που έκανα και συνεχίζω να το γουστάρω. Το ότι έχω δύο γονείς που πάντα με στήριζαν και με ενθάρρυναν να χαίρομαι το μπάσκετ, με βοηθούσε να ξεφορτώνομαι κάθε πίεση. Οπότε, για μένα, το μόνο που μετράει είναι να παίζω. Αυτό θέλω. Αυτό αγαπάω».

Για το τι έχει μείνει στον Γιώργο μέχρι σήμερα: «Νομίζω ότι είμαι πάνω–κάτω ο ίδιος. Όταν δεν αλλάζει η αγάπη για αυτό που κάνεις, δεν αλλάζει και ο τρόπος που το βλέπεις. Νιώθω ακριβώς το ίδιο κάθε φορά που ακουμπάω την μπάλα — τον ίδιο ενθουσιασμό όπως τότε, που περίμενα πώς και πώς να έρθει το Σάββατο για να πάω στην προπόνηση. Σίγουρα, όσο μεγαλώνεις και έρχονται οι στόχοι, η πίεση, ο επαγγελματισμός… αρχίζεις και μπαίνεις σε ένα ‘’καλούπι’’. Αλλά επειδή μ’ αρέσει αυτή η ζωή, απολαμβάνω ακόμα και αυτό. Είναι μέρος του παιχνιδιού — κι εγώ αγαπάω το παιχνίδι».

Για το τι μπορεί να τον ξενερώσει: «Ίσως το μόνο πράγμα που μπορεί πραγματικά να με ρίξει — πέρα από τα φυσιολογικά σκαμπανεβάσματα, όπως μια κακή απόδοση σε ένα παιχνίδι — είναι να βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον όπου δεν νιώθω ότι είμαστε ομάδα. Αυτό, όμως, μου έχει συμβεί ελάχιστες φορές και μόνο για πολύ μικρά διαστήματα. Είμαι πολύ τυχερός, γιατί πάντα είχα δίπλα μου εξαιρετικούς συμπαίκτες, ανθρώπους που αγαπάω και που μου έχουν δώσει πάρα πολλά. Αν κάτι με χαλάσει σε ανθρώπινο επίπεδο, αυτό είναι το μόνο που μπορεί πραγματικά να με “ξενερώσει”».

Για όσα κέρδισε από την εμπειρία του στο Μαρούσι: «Είναι η πρώτη φορά στην καριέρα μου που έχω πραγματικό ρόλο σε μια ομάδα. Ίσως κι εγώ ο ίδιος να είχα στο μυαλό μου ότι “πρέπει σώνει και ντε να παίζω”, πως ό,τι κι αν γίνει, πρέπει να είμαι μέσα στο παιχνίδι. Φέτος, όμως, κατάλαβα κάτι βαθύτερο: πως όταν είσαι μέσα στο παιχνίδι, το σημαντικότερο είναι να πηγαίνει καλά η ομάδα. Το σύνολο είναι πάνω απ’ όλα. Δεν ήμουν πάντα απόλυτα συμφιλιωμένος με αυτό — ήταν μια εσωτερική διαδικασία. Αλλά όταν αρχίζεις να νιώθεις ότι η νίκη της ομάδας σε ανεβάζει κι εσένα ένα βήμα παραπάνω, τότε το αποδέχεσαι. Μπορεί ένα Σαββατοκύριακο να μην παίξεις πολύ, και το επόμενο να είναι η δική σου μέρα. Αυτή η ισορροπία με βοήθησε πολύ. Έχω ζήσει πολλές και δυνατές εμπειρίες, έχω συνεργαστεί με επαγγελματίες και αξιόλογους ανθρώπους, αλλά μέσα μου νιώθω ακόμα… μικρός από άποψη εμπειριών. Σαν να ξεκινάω τώρα. Η διαφορά είναι πως τώρα, ό,τι κάνω, το κάνω πατώντας γερά στα πόδια μου».

Για το αν «καβάλησε το καλάμι»: «Όχι, δεν το έχω “καβαλήσει το καλάμι” ποτέ. Και δεν θα μπορούσα, γιατί το περιβάλλον μου δεν θα με άφηνε να ξεφύγω. Είμαι ένα παιδί που έχει ακόμα τους ίδιους φίλους που είχε από το δημοτικό — η παρέα μου είναι η ίδια, εκτός από τα παιδιά που γνώρισα αργότερα μέσα από το μπάσκετ. Οι γονείς μου είναι άνθρωποι που σηκώνονται κάθε μέρα στις 6 το πρωί για να πάνε στη δουλειά. Είναι βιοπαλαιστές. Πώς θα μπορούσα εγώ να “την ψωνίσω” επειδή απλώς παίζω μπάσκετ; Θα ήταν αχαριστία. Όταν βλέπεις τους δικούς σου να παλεύουν καθημερινά, νιώθεις ευθύνη, όχι ανωτερότητα. Θα ντρεπόμουν αν έπαιρναν τα μυαλά μου αέρα. Οπότε όχι — αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ, και δεν πρόκειται να συμβεί».

Για τον Προμηθέα: «Ήταν μια πολύ όμορφη τριετία. Το καταλαβαίνω κάθε φορά που επιστρέφω στην Πάτρα — είναι σαν να γυρίζω σε κάτι οικείο, σε κάτι δικό μου. Το απολαμβάνω πραγματικά. Ο Προμηθέας είναι ένα πρόγραμμα που, κατά τη γνώμη μου, είναι ό,τι καλύτερο για ένα νέο παιδί. Για μένα ήταν η καλύτερη επιλογή που μπορούσα να κάνω τότε. Με αγκάλιασαν από την πρώτη μέρα και μου έδωσαν τα πάντα. Το συζητάμε καμιά φορά με τον Λευτέρη Μαντζούκα, που ήμασταν μαζί στην ομάδα, και λέμε: “Τι θα είχε γίνει αν μέναμε όλα αυτά τα παιδιά μαζί για χρόνια;” Εγώ, ο Λευτέρης, ο Καραγιαννίδης, ο Πλώτας, ο Μπαζίνας… Θα ήταν πολύ όμορφο. Ο Προμηθέας μου έδωσε την ευκαιρία να μάθω τον εαυτό μου, να ζήσω εμπειρίες. Έπαιξα με συμπαίκτες κορυφαίου επιπέδου, βρήκα χώρο να δουλέψω, να φτιάξω το σώμα μου — γιατί τότε ήμουν αρκετά πίσω σ’ αυτό το κομμάτι. Έκανα τα πρώτα μου βήματα στον επαγγελματικό χώρο, γνώρισα ανθρώπους που σήμερα είναι φίλοι ζωής. Ήταν μια τριετία… σαν παραμύθι».

Για τον Ολυμπιακό: «Ήταν κάτι πραγματικά πολύ όμορφο. Ήμουν στην Αμερική, είχα πάει για να δουλέψω το παιχνίδι μου, και τότε ήταν που είχα μιλήσει με τον κόουτς Μποζίκα. Όλα μου φαίνονταν σαν ψέμα. Θυμάμαι να βλέπω τον Ολυμπιακό στα φάιναλ φορ και το πρωτάθλημα που είχε κατακτήσει την προηγούμενη χρονιά, και σκεφτόμουν: “Θέλω κάποια στιγμή να πάω κι εγώ εκεί, να το ζήσω”. Θυμάμαι ότι έλεγα στον πατέρα μου πόσο ήθελα να το ζήσω αυτό. Και ξαφνικά, μετά από έξι μήνες, βρέθηκα εκεί! Ήταν σαν να ζούσα ένα όνειρο. Χτυπούσε το τηλέφωνο και με καλωσόριζε ο κόουτς. Μετά, μπήκα στα αποδυτήρια και έβλεπα τον Κώστα Παπανικολάου. Ήταν απίστευτο το κλίμα και το πόσο δεμένοι είναι όλοι μεταξύ τους. Πραγματικά ένιωσα τόσο οικεία από την πρώτη στιγμή και το απολάμβανα σε κάθε λεπτό».

Για το Μαρούσι: «Όταν ξεκινούσε η χρονιά, σίγουρα κανείς δεν περίμενε ότι θα παλεύαμε στα πλέι-άουτ. Αδικήσαμε τους εαυτούς μας, νομίζω κάπου μπλέξαμε στη διάρκεια της χρονιάς. Περάσαμε πολλά, κάναμε πολλές αλλαγές, προσπαθούσαμε να βρούμε ομοιογένεια, αλλά το Μαρούσι είναι μια μεγάλη ομάδα και παλέψαμε για τον ελάχιστο στόχο, την παραμονή. Πιστεύω ότι η Ευρώπη μας έκανε καλό, γιατί παίζαμε συνέχεια και είχαμε ρυθμό. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν καταφέραμε να βρούμε την αγωνιστική ομοιογένεια που χρειαζόμασταν».

Για το αν κάνει όνειρα: «Κάνω όνειρα, γιατί μόνο αν κάνεις όνειρα έχεις κίνητρο, αλλά δεν ονειροβατώ. Κάνω όνειρα, αλλά δεν ζω στο μέλλον, ζω στο σήμερα. Βάζω στόχους και προσπαθώ να τους πετύχω. Το πιο μακρινό όνειρο ή στόχος μου είναι, όταν κάποια στιγμή τελειώσει η καριέρα μου — δεν ξέρω σε πόσα χρόνια θα γίνει αυτό — να μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος και να λέω ότι έδωσα τα πάντα».

Για το αν δέχεται συμβουλές: «Είναι μεγάλο προσόν για έναν άνθρωπο να μπορεί να ακούει πρώτα από όλα. Οπότε, πάντα έψαχνα κάποιον που να μπορεί να μου δίνει συμβουλές, κάποιον που έχει περάσει από παρόμοιες καταστάσεις και να με βοηθήσει σε αυτό. Ήμουν πολύ τυχερός στη ζωή μου που, στα 18 μου, είχα συμπαίκτη τον Χάρη Γιαννόπουλο. Είναι ένας άνθρωπος που μου άλλαξε τη ζωή, και μέσα στο μπάσκετ και έξω από αυτό. Επειδή είμαστε κοντά σαν χαρακτήρες, ο Χάρης είναι πάντα ο άνθρωπός μου».

Για το μεγαλύτερο λάθος του: «Το μεγαλύτερο λάθος που έκανα, αλλά δεν είχα τη σωστή καθοδήγηση πάνω σε αυτό, ήταν ότι μέχρι να πάω στον Προμηθέα, είχα τη σκέψη ότι το μπάσκετ φτάνει. Δούλευα πάρα πολύ στο μπάσκετ, αλλά δεν δούλευα καθόλου γυμναστήριο. Μπορεί να μην έμπαινα καν στο γυμναστήριο! Έκανα μόνο μπάσκετ, ερχόντουσαν συνεχώς τραυματισμοί, γύριζαν τα πόδια μου, ήμουν ασταθής, είχα τέτοια προβλήματα. Και αυτό με πήγε την καριέρα μου λίγα χρόνια πίσω. Θεωρώ ότι αν είχα ξεκινήσει από πιο μικρή ηλικία με τη σωστή καθοδήγηση να δουλεύω το σώμα μου, θα ήμουν κάποια σκαλοπάτια μπροστά».

Για την Εθνική: «Όποιος ξεκινάει το μπάσκετ, ονειρεύεται κάποια στιγμή να παίξει στην Εθνική Ελλάδας! Είναι η μεγαλύτερη τιμή που μπορείς να νιώσεις, το πιο δυνατό συναίσθημα. Αυτό που νιώθω εγώ, που έχω υπάρξει μέλος της Εθνικής Ανδρών, είναι ότι όταν είσαι στην Εθνική Ανδρών, όλη η Ελλάδα σε στηρίζει. Είναι το πιο όμορφο πράγμα. Ο μεγάλος στόχος για μένα είναι να πάω σε ένα μεγάλο τουρνουά με την Εθνική Ανδρών. Δουλεύω γι’ αυτό και ελπίζω να τα καταφέρω».

To Top