ΜΠΑΣΚΕΤ TOP

Γιαννάκης: “Ο Άρης πέτυχε κάτι μεγαλύτερο από έναν ευρωπαϊκό τίτλο, έκανε τον κόσμο να αγαπήσει το μπάσκετ”

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης τόνισε πως η μεγάλη ομάδα του Άρη τη δεκαετία του ’80 πέτυχε κάτι μεγαλύτερο από έναν ευρωπαϊκό τίτλο, έκανε τον κόσμο να αγαπήσει το μπάσκετ.

Σε συνέντευξη του στο oneman.gr ο Δράκος αναφέρθηκε στη θητεία του στους «κίτρινους» και στη συνύπαρξή του με τον Νίκο Γκάλη,υποστηρίζοντας:       

Πήγα στην Αμερική για να δοκιμαστώ στους Boston Celtics στα 22, όμως χτύπησα και έκανα χειρουργείο. Μου καθάρισαν το γόνατο για να ξεπρηστεί αλλά μου είπαν ότι έχω ολική ρήξη χιαστού κι ότι πρέπει να κάνω τρία χειρουργεία ακόμα για πλήρη αποκατάσταση. Δεν είχα την οικονομική δυνατότητα, οπότε άρχισα να κάνω cybex. Μου είχαν πει να σταματήσω να σκέφτομαι ότι μπορώ να γίνω επαγγελματίας.

Στεναχωρήθηκα, αλλά δεν το έβαλα κάτω και λίγο καιρό μετά άρχισα την προπόνηση. Πονούσα, αλλά πίεζα το πόδι μου να εξασκηθεί. Δεν το είπα σε κανέναν, γύρισα στην Ελλάδα και άρχισα να παίζω πάλι μπάσκετ στον Ιωνικό, μέχρι που ήρθε η μεταγραφή μου στον Άρη. Από τον τρόπο που έπαιζα δεν μπορούσε να καταλάβει κανείς ότι είχα πρόβλημα. Ήμουν δυναμικός, με αθλητική ικανότητα, δεν τους περνούσε καν από το μυαλό να μου κάνουν εξετάσεις. Πονούσα, αλλά το συντηρούσα μόνος μου με έξτρα προπόνηση. Μερικές φορές με έπιανε κι η μέση μου γιατί είχα αλλάξει στάση στο σώμα μου. Σπάνια έλειπα από αγώνες όμως, ήμουν σκληρός με τον εαυτό μου, άντεχα στην κακουχία και στον πόνο, τον πνευματικό, τον συναισθηματικό και τον σωματικό, κι αυτό με βοήθησε πολύ.

Αυτό έγινε το 1981, εγώ έπαιζα στην εθνική ομάδα από το 1976 και από το 1979 ήδη κάποιες ομάδες είχαν ενδιαφερθεί για μεταγραφή αλλά ο Ιωνικός δεν ήθελε να με παραχωρήσει. Δεν υπήρχαν συμβόλαια τότε, υπήρχε μόνο το δελτίο μέχρι το 1972, οπότε για να γίνει μεταγραφή έπρεπε να συμφωνήσουν και οι δύο ομάδες. Ελεύθερος έμενες μόνο στα 32 σου κι αφού είχες συμπληρώσει 12 έτη στην ίδια ομάδα.

Τελικά αποφάσισα να πάω στον Άρη, μια απόφαση που οι περισσότεροι μπασκετικοί δεν περίμεναν, λόγω της παρουσίας εκεί του Γκάλη. Αποδείχτηκε ότι αν έχεις δύναμη και πίστη μπορείς να βρεις τρόπο να συνεργαστείς και να πετύχεις απίθανα πράγματα για το ελληνικό μπάσκετ, τον αθλητισμό και την κοινωνία γενικότερα. Πίστεψε ο ελληνικός αθλητισμός ότι μπορεί να πετύχει και η κοινωνία ότι ο Έλληνας μπορεί να γίνει πρωταγωνιστής, αρκεί να μάθει να συνεργάζεται. Ο Άρης έγινε η ομάδα όλων των Ελλήνων. Αυτή η συνεργασία με τον Νίκο που ήταν ένας χαρισματικός αθλητής και παίκτης, έκανε πραγματικότητα επιτυχίες που πριν δεν ήταν εύκολο ούτε να τις ονειρευτούμε.

Με τον Νικ ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες, αυτό είναι αλήθεια. Υπήρχε όμως ένας αλληλοσεβασμός. Όταν μπαίναμε στο γήπεδο, ό,τι κι αν μας ενοχλούσε πριν ή μετά τον αγώνα το ξεχνούσαμε. Είναι φυσιολογικό όταν παίζεις με ένταση, με συναγωνισμό και προσπαθείς να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό, να υπάρχουν πράγματα που δεν τα βλέπεις με τον ίδιο τρόπο με τον άλλον. Το κυριότερο που μας ενδιέφερε όμως και τους δύο, ήταν στο τέλος να κερδίσουμε τον αντίπαλο. Δε χρειάζεται να συμφωνούμε σε όλα για να συνεργαζόμαστε. Το κυριότερο είναι να εκτιμάμε την αξία του καθενός και να βάζει ο καθένας ό,τι καλύτερο μπορεί ώστε τα αδύνατα να γίνονται δυνατά.

Ο Άρης πέτυχε κάτι μεγαλύτερο απ’ το να κατακτήσει ένα ευρωπαϊκό. Έκανε τον κόσμο να αγαπήσει το μπάσκετ. Κάτι που δεν το έχουν καταφέρει ακόμα οι υπόλοιπες ομάδες και ήταν συγκλονιστικό. Θα μπορούσε ο Άρης να κατακτήσει ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, το ότι δεν τα κατάφερε ήταν θέμα λεπτομερειών.

Κατάφερε ακόμη να ενώσει την οικογένεια μπροστά στην τηλεόραση, που καθόταν η γιαγιά, ο παππούς, η σύζυγος με τον σύζυγο, τα εγγόνια, για να δουν ένα αθλητικό θέαμα στην τηλεόραση. Αυτό δεν ανταλλάσσεται με τίποτα. Όπου και να πηγαίναμε ο κόσμος έδειχνε την αγάπη του. Ήμασταν η ατραξιόν, όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Είχε τεράστια απήχηση η ομάδα, γιατί η Ελλάδα δεν είχε μέχρι τότε παράδοση στο μπάσκετ και η επιτυχία του Άρη δεν ήταν εφήμερη. Κάναμε εμφανίσεις που προκάλεσαν θόρυβο αλλά το βασικό είναι ότι μας έβλεπαν σαν να είμαστε δικά τους παιδιά, τα παιδιά της διπλανής πόρτας. Αυτό το συναντούσαμε σε πόλεις, σε χωριά, σε απομακρυσμένες περιοχές.

Δε θα ξεχάσω που είχαμε παίξει στη μικτή Ευρώπης με τον Νικ στη Βουλγαρία και επειδή είχαμε μετά παιχνίδι στη Θεσσαλονίκη και δε θα προλαβαίναμε να κάνουμε προπόνηση αν γυρνούσαμε με αεροπλάνο επειδή δε βόλευαν οι πτήσεις. Πήραμε ταξί μέχρι τα σύνορα κι εκεί θα μας περίμενε άλλο ταξί για να μας πάει κατευθείαν στην προπόνηση. Μας άφησε στη Σόφια, περπατήσαμε για να μπούμε στα ελληνικά σύνορα και στα πρώτα 3-4 χωριά που συναντήσαμε, μας περίμενε παντού κόσμος, μεγάλοι άνθρωποι, γιαγιάδες, παππούδες”.

 

To Top