“Ναι, μπορούμε”!

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης δηλώνει πίστη στις ικανότητες της Εθνικής και εκφράζει την αισιοδοξία του για την πορεία του στο Μουντομπάσκετ. Κάνει την κριτική του και θυμάται το έπος της Σαϊτάμα και τους ανθρώπους που τον βοήθησαν να φτιάξει εκείνη την ομάδα-παράδειγμα.

Την ημέρα που η Εθνική ρίχνεται στην μάχη του Παγκοσμίου Κυπέλλου ο Παναγιώτης Γιαννάκης δίνει την ευχή του με μια συνέντευξη στην εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος”. Ακολουθεί το πλήρες κείμενό της.

-Τι προβλέπεις να κάνει η Εθνική στην Ισπανία;
«Διαθέτουμε ταλέντο, δείχνουμε ότι έχουμε διάθεση, οπότε έχουμε μια καλή ευκαιρία να γίνουμε η έκπληξη του τουρνουά. Γιατί όχι; Αν δείξουμε υπομονή, παρουσιάσουμε σχέδιο και θέληση, μπορούμε να τα καταφέρουμε».

-Το ότι μετά το 2009 η Εθνική όχι απλώς αγνοεί τη διάκριση, αλλά αποτυγχάνει πλήρως, πώς βαραίνει στη ζυγαριά;
«Το ότι πράγματι η Εθνική δεν έκανε τίποτα αυτά τα χρόνια, παρότι οι ελληνικές ομάδες, και ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός, πρωταγωνίστησαν στο υψηλό επίπεδο έχοντας Έλληνες παίκτες στη σύνθεσή τους, είναι τροφή για σκέψη. Δεν ξέρω όμως αν αυτή η τροφή χρησιμοποιήθηκε…»

-Δηλαδή;
«Δεν ξέρω αν καθήσαμε να φτιάξουμε ένα σχέδιο, με το οποίο θα μπορέσουμε να ζήσουμε ξανά μεγάλες στιγμές. Γιατί ταλέντο έχουμε»…

-Εννοείς ότι δεν υπάρχει κεντρική στόχευση για το πού θέλουμε να πάμε;
«Κάθε ομάδα πρέπει να έχει σχέδιο για το τι θέλει να πετύχει αγωνιστικά, οργανωτικά, οικονομικά. Και να αναζητά συνεχώς τον καλύτερο τρόπο ώστε να το υλοποιήσει. Αυτό ισχύει για όλες τις ομάδες είτε είναι εθνικές είτε σύλλογοι. Ζητούμενο είναι η διαρκής βελτίωση μέσα από συγκεκριμένο σχεδιασμό».

-Τέτοιος σχεδιασμός δεν υπήρξε στην Εθνική ομάδα τα τελευταία χρόνια;
«Τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής έχουν δείξει ότι δεν υπάρχει βελτίωση. Ελπίζω ότι από φέτος θα έχουμε καλύτερη παρουσία».

-Είσαι αισιόδοξος;
«Ναι, γιατί υπάρχουν παιδιά. Και πρέπει όλοι να τους δώσουμε την ευκαιρία να αναδείξουν το ταλέντο τους και να πετύχουν, ώστε κι εμείς μετά να συμμετάσχουμε στη χαρά της επιτυχίας τους. Και να παρακινήσουμε ακόμα περισσότερο κόσμο να ασχοληθεί με το μπάσκετ».

-Η φετινή προσπάθεια γίνεται με έναν προπονητή, τον Φώτη Κατσικάρη, που έχει την ίδια αφετηρία με τη δική σου. Τη Νίκαια και τον Ιωνικό. Μήπως είναι σημαδιακό;
«Δεν ξέρω αν είναι σημαδιακό. Αυτό που ξέρω είναι ότι όλοι όσοι αγαπάμε το μπάσκετ και ειδικά την Εθνική ομάδα, η οποία είναι ο καθρέφτης του Έλληνα προπονητή και των Ελλήνων παικτών, θέλουμε να πετύχει. Πόσω μάλλον από τη στιγμή που έχει Έλληνα προπονητή».

-Σε μια μεγάλη διοργάνωση, όπως είναι το Μουντομπάσκετ, ποιο είναι το βασικό στοιχείο που πρέπει να έχει μια ομάδα για να πετύχει;
«Πρώτα απ’ όλα, να βάζουν όλοι την ομάδα πάνω από τους εαυτούς τους. Να αποδέχονται και να υλοποιούν το ρόλο που κάθε στιγμή τους ανατίθεται είτε βρίσκονται μέσα στο γήπεδο είτε έξω από αυτό. Γιατί πολλές φορές νομίζουμε ότι μια ομάδα λειτουργεί μόνο μέσα στο γήπεδο. Υπάρχουν όμως άνθρωποι και έξω από το γήπεδο που μπορούν να δημιουργήσουν θετικό ή αρνητικό κλίμα και πρέπει κι αυτοί να τη στηρίζουν. Διότι σε ένα τόσο μεγάλο τουρνουά μετράνε πολύ οι λεπτομέρειες. Δεύτερον, πρέπει η ομάδα να είναι προετοιμασμένη αγωνιστικά για όσο το δυνατόν περισσότερες από τις καταστάσεις που μπορεί να συναντήσει. Και πάνω απ’ όλα αυτά θα πρέπει να έχει σωστή συναισθηματική συμπεριφορά. Το συναίσθημα της χαράς λόγω μιας νίκης, δηλαδή, ή της απογοήτευσης λόγω μιας ήττας να μην επηρεάζει την επόμενη μέρα. Γιατί πάντα πρέπει να σκέφτεσαι ότι υπάρχει επόμενη μέρα. Χρειάζεται αυτοκυριαρχία, συγκέντρωση, υπομονή και φυσικά να βλέπεις κάθε μπάλα χωριστά. Οταν βλέπεις έτσι τα πράγματα, μόνο κέρδος μπορείς να έχεις».

-Προφανώς χάρη σε αυτά τα στοιχεία η Εθνική βρέθηκε στην κορυφή της Ευρώπης και του κόσμου μετά το 2004, κατά τη δεύτερη θητεία σου στον πάγκο της…
«Ναι, αλλά δεν ήμουν μόνος μου. Τόσο σπουδαία επιτεύγματα μόνο με συλλογική δουλειά μπορείς να επιτύχεις. Δουλειά από αυτούς που είναι μέσα στο γήπεδο, αλλά και από αυτούς που είναι εκτός. Δεν μπορώ να ξεχάσω-και θα ήθελα να το πω αυτό-τη συμβολή του αείμνηστου Γιώργου Κολοκυθά σε όλη την προσπάθεια που έκανε η Εθνική από το 2004 και για όσο διάστημα ήμουν παρών. Πόσο υποστήριξε το σχέδιο που είχαμε φτιάξει, πόσο βοήθησε στο να έχει η ομάδα ηρεμία και να ασχολείται μόνο με τα αγωνιστικά θέματα, πόσο οι παίκτες αισθάνονταν καλά μαζί του. Μαζί με αυτόν και τον Νίκο Φιλίππου παρουσιάσαμε μια ομάδα που έγινε παράδειγμα προς μίμηση για όλες τις ομάδες του κόσμου. Αυτό που με έκανε να αισθάνομαι περισσότερο όμορφα ήταν ότι πολλοί προπονητές άλλων εθνικών ομάδων χρησιμοποιούσαν ως παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίον εμείς διαχειριζόμαστε τα παιχνίδια μας. Ηθελαν να δημιουργήσουν ομάδες με βάση τη δική μας λογική. Κι αυτή η λογική περικλείει όλους. Οσους προανέφερα και φυσικά το προπονητικό επιτελείο».

 -Ζηλεύεις που δεν θα είσαι ως προπονητής στην Ισπανία;
«Όχι, δεν νομίζω. Είναι πάντως αλήθεια ότι οποιοσδήποτε βρίσκεται σε μια τέτοια διοργάνωση αισθάνεται ωραία. Διότι εκεί είναι συγκεντρωμένο το μπάσκετ όλου του κόσμου».

Το έπος της Σαϊτάμα

Τη Δευτέρα συμπληρώνονται 8 χρόνια από το έπος της Σαϊτάμα. Την ιστορική νίκη της Εθνικής μας επί των ΗΠΑ στον ημιτελικό του Μουντομπάσκετ του 2006, που είναι ταυτόχρονα το προπονητικό αριστούργημα του Παναγιώτη Γιαννάκη. Ο ίδιος ο «δράκος» δεν αρνείται ότι είναι η δυνατότερη στιγμή που έχει βιώσει στα πέντε Παγκόσμια Πρωταθλήματα, όπου έχει μετάσχει ως παίκτης και ως προπονητής.
«Η νίκη αυτή ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Όχι μόνο για μας, αλλά για το παγκόσμιο μπάσκετ στο σύνολό του. Και σαν αποτέλεσμα, αλλά και σαν παρουσία».

-Με τον Αμερικανό προπονητή Μάικ Σιζέφσκι έχεις μιλήσει έκτοτε;
«Φυσικά».

-Τι έχει πει;
«Δεν μπορεί να το ξεχάσει. Του έκανε μεγάλη εντύπωση το ότι δεν πανικοβληθήκαμε, παρότι η ομάδα του ανέβασε πολύ την πίεση κάποια στιγμή. Τους βάλαμε προβληματισμούς και επειδή εκτός από τεράστιος προπονητής, είναι κι ένας σπουδαίος άνθρωπος, νομίζω ότι στο τέλος αισθάνθηκε κάποια ικανοποίηση που τουλάχιστον έχασε από ένα φίλο του».

-Τον Σιζέφσκι πάντως παρά λίγο να τον κερδίσεις και ως παίκτης, στο Μουντομπάσκετ του 1990.
«Ναι. Χάσαμε στην παράταση. Αλλά και τότε είχε πει ότι εμείς αξίζαμε να πάρουμε τη νίκη».

-Τι είπες στα παιδιά πριν από τον ημιτελικό της Σαϊτάμα και τους έπεισε ότι μπορούσαν να κερδίσουν;
«Ότι οι Αμερικάνοι είχαν αδυναμίες. Τις αναδείξαμε και προσπαθήσαμε να πείσουμε τα παιδιά πόσο σημαντικό ήταν να μην τους αφήσουμε να φέρουν το παιχνίδι εκεί που υπερτερούσαν. Το ότι εμείς εκτιμούσαμε κάθε μπάλα που είχαμε στα χέρια μας και χτυπήσαμε στις αδυναμίες τους, έπαιξε καθοριστικό ρόλο».

-Εσύ περίμενες ότι θα κερδίζαμε;
«Φυσικά. Μια ομάδα μπορεί να κερδίσει οποιονδήποτε αντίπαλο, αρκεί να δουλέψει και να χτυπήσει στις αδυναμίες του. Και να εκμεταλλευτεί το ότι πολλές φορές ο δυνατός αισθάνεται λίγο αλαζόνας και ρισκάρει περισσότερο, θεωρώντας ότι στο τέλος θα κερδίσει σίγουρα».

-Το 1990 στην Αργεντινή ένα ολόκληρο γήπεδο είχε σηκωθεί όρθιο και σε αποθέωνε στον τελευταίο αγώνα με τη Βραζιλία. Αυτή δεν ήταν μεγάλη στιγμή; 
«Φυσικά. Κι όποτε τη θυμάμαι, ανατριχιάζω. Ήταν κάτι εξωπραγματικό, δεν παύει όμως να είναι απλώς μια προσωπική μου στιγμή ως αθλητής. Η νίκη επί των ΗΠΑ το 2006 μπαίνει πάνω από οτιδήποτε άλλο. Γιατί αποτέλεσε σημείο αναφοράς όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλο το παγκόσμιο μπάσκετ. Γι’ αυτό άλλωστε την πανηγύρισαν ακόμα και κάποιοι που πιθανώς να μη μας συμπαθούσαν πολύ».

-Εκτός από τους Γιαπωνέζους. Αυτοί εξακολουθούσαν μέχρι το τέλος να υποστηρίζουν τους παίκτες από το ΝΒΑ… 
«Ναι, και όλο ρωτούσαν «ποιοι είναι αυτοί που νικούν τον ΛεΜπρόν»; Τα επόμενα χρόνια πάντως, άνθρωποι από τις Φιλιππίνες, από την Κορέα, από χώρες που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς, με έχουν συναντήσει και μου έχουν μιλήσει με θαυμασμό γι’ αυτό το παιχνίδι. Είναι κάτι που δεν ξέρω πόσο εύκολα μπορεί να επαναληφθεί. Είμαι ωστόσο αισιόδοξος ότι θα ξαναζήσουμε τέτοιες στιγμές».

To Top