«Το ροκ εντ ρολ είναι ο ήχος των αγγέλων όταν λένε την αλήθεια», είχε πει κάποτε ο Τζιμ Μόρισον, ο εμβληματικός frontman των Doors και κατά πολλούς κορυφαίος ροκ σταρ όλων των εποχών. Θεωρητικά, ο «Λίζαρντ Κινγκ» έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 3 Ιουλίου του 1971, από ανακοπή καρδιάς στο Παρίσι…
«Όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψει κανείς, η δεκαετία του ’60 (στις ΗΠΑ) δεν είναι φανταστική, συνέβη στ’ αλήθεια», γράφει στο βιβλίο του «Καρδιές στην Ατλαντίδα» ο Στίβεν Κινγκ και αν ένας άνθρωπος μπορεί να εκφράσει στον απόλυτο βαθμό την ελπίδα, την αναζήτηση, την οργή, την άρνηση, την αντίδραση, το στιλ και κυρίως την μουσική του δεύτερου μισού αυτής της ταραγμένης δεκαετίας, δεν είναι άλλος από τον Τζιμ Μόρισον, τον μελαγχολικό ποιητή της ροκ με το αγγελικό πρόσωπο και την σύντομη, δραματική ζωή, η φωνή και οι στίχοι του οποίου συγκινούν ακόμη εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο 43 χρόνια μετά τον μυστηριώδη θάνατό του στο Παρίσι.
O Τζέιμς Ντάγκλας Μόρισον, σκωτσεζικής και ιρλανδέζικης καταγωγής, γεννήθηκε στην Μελβούρνη της πολιτείας Φλόριντα στις 8 Δεκεμβρίου του 1943, γιος του αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, αλλά και ταλαντούχου ερασιτέχνη πιανίστα, Τζορτζ Στίβεν Μόρισον και της Κλάρα Κλαρκ Μόρισον. Από πολύ μικρός έδειξε ασυνήθιστη εξυπνάδα και φιλομάθεια, παρότι οι βαθμοί του στο σχολείο δεν ήταν ιδιαίτερα καλοί. Ωστόσο ένα θλιβερό περιστατικό κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής εκδρομής στο Νιού Μέξικο το 1949 έμελλε να τον σημαδέψει για πάντα:
«Είναι η πρώτη φορά που ανακάλυψα τον θάνατο… εγώ, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο παππούς μου και η γιαγιά μου διασχίζαμε την έρημο την αυγή. Ένα φορτηγό γεμάτο Ινδιάνους είχε μάλλον χτυπήσει ένα άλλο αυτοκίνητο ή κάτι τέτοιο, υπήρχαν Ινδιάνοι σκορπισμένοι παντού στην εθνική οδό, αιμορραγώντας μέχρι θανάτου. Ήμουν μικρός τότε, οπότε έπρεπε να μείνω στο αυτοκίνητο όσο ο πατέρας μου και ο παππούς μου βγήκαν να δουν τι γινόταν. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Το μόνο που είδα ήταν παράξενη κόκκινη μπογιά και ανθρώπους πεσμένους ολόγυρα, αλλά ήξερα πως κάτι συνέβαινε, γιατί μπορούσα να νιώσω τις δονήσεις των ανθρώπων γύρω μου, και έτσι ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ούτε εκείνοι μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικό φόβο… και πιστεύω πως εκείνη τη στιγμή οι ψυχές εκείνων των νεκρών ινδιάνων — ίσως μια ή δύο απ’ αυτές — έτρεχαν έξαλλες εδώ και κει, και μπήκαν στην ψυχή μου, και εγώ ήμουν σαν σφουγγάρι, έτοιμος να κάτσω εκεί και να τις απορροφήσω».
“I found an island in your arms, country in your eyes, arms that chain, eyes that lie” – Break on Through, 1967
Όταν αποφοίτησε από το Λύκειο το 1961, ζήτησε ως δώρο από τους γονείς του την πλήρη βιβλιογραφία του Φρίντριχ Νίτσε και ο μηδενιστής Γερμανός φιλόσοφος, μαζί με τους «καταραμένους ποιητές» Ουίλιαμ Μπλέικ, Σαρλ Μποντλέρ, Αρθούρ Ρεμπό, αλλά και τους μεγάλους μπίτνικ συγγραφείς της δεκαετίας του ’50 όπως ο Τζακ Κέρουακ και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, επηρέασαν σε τεράστιο βαθμό την κοσμοθεωρία και την εξέλιξη του χαρακτήρα του. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από το Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, ο Τζιμ Μόρισον σπούδασε κινηματογραφία στο Κολέγιο της Καλιφόρνια, από το οποίο αποφοίτησε το 1965, περισσότερο για να αποφύγει την στρατιωτική θητεία στο Βιετνάμ, και στη συνέχεια διέκοψε τις σχέσεις του με την οικογένειά του.
«People are strange when you’re a stranger, faces look ugly when you’re alone, streets are uneven, when you’re down» – People are Strange, 1967
Το 1965 ο 22χρονος τραγουδοποιός έσμιξε με τους Ρέι Μάνζαρεκ (πιάνο), Ρόμπι Κρίγκερ (κιθάρα) και Τζον Ντένσμορ (ντραμς) για να δημιουργήσουν το συγκρότημα The Doors, με τον ίδιο ως frontman. Ήταν μια κορυφαία στιγμή για την ιστορία της ροκ μουσικής, εφάμιλλη της δημιουργίας των Beatles ή των Rolling Stones λίγα χρόνια νωρίτερα. To πρώτο άλμπουμ των Doors, με το όνομα του συγκροτήματος ως τίτλο, κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1967 από την Electra Records και το δεύτερο single του, το θρυλικό «Light my Fire», ανέβηκε στην κορυφή των charts σε χρόνο ρεκόρ. Λίγο αργότερα, την ίδια χρονιά, ο Μόρισον δεν θα διστάσει να τραγουδήσει κανονικά τον «απαγορευμένο» (λόγω της ξεκάθαρης αναφοράς του στα ναρκωτικά) στίχο του τραγουδιού «girl we couldn’t get much higher» στο δημοφιλές show του Εντ Σάλιβαν. Το κοινό της ροκ είχε βρει τον νέο επαναστάτη ήρωά του…
«You know that it would be untrue, you know that I would be a liar, if I was to say to you, girl, we couldn’t get much higher» – Light my Fire, 1967
Το δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος κυκλοφόρησε επίσης το 1967 και ήταν το μυσταγωγικό Strange Days, το οποίο περιλαμβάνει κορυφαία κομμάτια όπως το ομώνυμο, το «People are Strange» και το «Love Me Two Times». Ακολούθησε το Waiting for the Sun το 1968, το Soft Parade το 1969, το Morrison Hotel το 1970 και το L.A. Woman το 1971. Η δισκογραφία των Doors, οι οποίοι πήραν το όνομά τους από το βιβλίο «The Doors of Perception» του Άλντους Χάξλεϊ, μέχρι τον θάνατο του Μόρισον περιορίζεται σε έξι άλμπουμ, ωστόσο επηρέασε τη μουσική σε βαθμό που ελάχιστα συγκροτήματα έχουν καταφέρει. Οι live εμφανίσεις τους γράφτηκαν επίσης στην Ιστορία της ροκ, με αποκορύφωμα τη σύλληψη του Lizard King επί σκηνής στο Νιού Χέιβεν του Κονέκτικατ τον Δεκέμβριο του 1967 και στο Μαϊάμι τον Μάρτιο του 1969.
«Waiting for you to come along, waiting for you to hear my song, waiting for you to tell me what went wrong» – Waiting for the Sun, 1970
Η Πάμελα Κούρσον ήταν μεγάλη αγάπη της ζωής του Τζιμ, o οποίος την γνώρισε πριν αποκτήσει φήμη και πολλά χρήματα, παρότι παντρεύτηκε την δημοσιογράφο Πατρίσια Κίνελι σε μια παγανιστική κελτική τελετή το 1970 και παρέμεινε διαβόητος γυναικάς σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήταν επίσης εξαρτημένος από τα ναρκωτικά παρά το άσθμα που τον ταλαιπωρούσε και έπασχε από κατάθλιψη στο μεγαλύτερο διάστημα της ενήλικης ζωής του. Στην Πάμελα που αγαπούσε πολύ την ποίηση αφιέρωσε τις δύο μικρές ποιητικές συλλογές που εξέδωσε μόνος του στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μαζί της έφυγε για το Παρίσι την Άνοιξη του 1971, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά και να αλλάξει συνήθειες ζωής πριν να είναι αργά.
«I’m gonna love you, till the heavens stop the rain, I’m gonna love you, till the stars fall from the sky, for you and I» – Touch me, 1968
Στις 3 Ιουλίου του 1971 η Κούρσον βρίσκει τον Τζιμ Μόρισον νεκρό από καρδιακή ανακοπή, στην οποία συνετέλεσαν και τα ναρκωτικά στα οποία είχε «ξανακυλήσει» στην μπανιέρα του διαμερίσματός τους, σε ηλικία 27 ετών. Η είδηση πέφτει σαν βόμβα για τα εκατομμύρια των θαυμαστών των Doors, τα οποία είτε θρηνούν τον θάνατο του ινδάλματός τους είτε αρνούνται να πιστέψουν την επίσημη εκδοχή των γαλλικών Αρχών, κάτι στο οποίο συνετέλεσε η βιαστική ταφή του Lizard King στο νεκροταφείο Père Lachaise Cemetery, το οποίο φιλοξενούσε ήδη τις σωρούς του Μολιέρου, του Όσκαρ Ουάιλντ και του Φρεντερίκ Σοπέν, αλλά μετατράπηκε σε τόπο λαϊκού προσκυνήματος μόνο μετά τον θάνατο του Τζιμ και σήμερα έχει πάνω από 3.5 εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως.
«Show me the way to the next whisky bar, oh, don’t ask why, for if we don’t find the next whisky bar, I tell you we must die» – Alabama Song (Whisky Bar), 1967
Η ελληνική επιγραφή στον τάφο του Τζιμ Μόρισον: «ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ», σε ελεύθερη απόδοση «να πράττεις κατά συνείδηση»
Κάπως έτσι λοιπόν ο Τζιμ Μόρισον, ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός με την ξεχωριστή φωνή και προσωπικότητα που ακολούθησε στον απόλυτο βαθμό το μότο «live fast, die young», το οποίο χαρακτηρίζει τους πραγματικούς ροκ σταρς, έφυγε από τη ζωή στις 3 Ιουλίου του 1971, έναν χρόνο μετά τους φίλους του Τζίμι Χέντριξ και Τζάνις Τζόπλιν, όλοι στα 27 τους χρόνια. Η συντηρητική Αμερική δεν συγχώρεσε ποτέ τον κατσούφη νεαρό με το κολλητό δερμάτινο παντελόνι, το γυμνό στήθος, τα ανακατωμένα μαλλιά και την ανεξέλεγκτη ροπή προς το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τις γυναίκες, όχι τόσο για τις έξαλλες συναυλίες του αλλά κυρίως για τους σκοτεινούς, συχνά αυτοσαρκαστικούς, σχεδόν πάντα προβληματισμένους και διεισδυτικούς στίχους που μιλούσαν για έρωτα, ελπίδα και απελευθέρωση από τα δεσμά της κοινωνίας και του εαυτού μας.
«Girl you gotta love your man, take him by the hand, make him understand, the world on you depends, our life will never end» – Riders on the Storm, 1971
O πρόωρος θάνατος του Λίζαρντ Κινγκ όμως όχι μόνο δεν μείωσε την αγάπη των απλών ανθρώπων για το πρόσωπό του και τo συγκρότημα, αλλά αντιθέτως την γιγάντωσε και την βοήθησε να παραμείνει αμείωτη ακόμα και σήμερα, 46 χρόνια μετά την ημέρα που θεωρητικά έφυγε από τη ζωή ο απόλυτος ροκ σταρ. Λέμε θεωρητικά, γιατί όσοι αγάπησαν τη μουσική του Τζιμ και των Doors, βλέποντας εν έτει 2017 τον Μικ Τζάγκερ, τον Στίβεν Τάιλερ, τον Ίγκι Ποπ και τους άλλους «μεγάλους» της ροκ που ζουν ακόμη να εξακολουθούν να περιφέρονται από σκηνή σε σκηνή, περισσότερο ως καρικατούρες του άλλοτε σπουδαίου εαυτού τους, καταλαβαίνουν γιατί η φωνή του αθάνατου Μόρισον ανάβει ακόμα τη φωτιά τους, όπως σε εκείνο το show του Έντ Σάλιβαν πριν από 50 χρόνια, όταν τραγούδησε το «Light my Fire» όπως γούσταρε εκείνος…
«This is the end, beautiful friend, this is the end, my only friend, the end, no safety or surprise, the end, I’ll never look into your eyes, again» – The End, 1967