ΜΠΑΣΚΕΤ

Το κύκνειο άσμα του Γιαννάκη με το εθνόσημο 21 χρόνια πριν! (photos)

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης σήμερα προσπαθεί να σχεδιάσει τον Άρη της επόμενης χρονιάς ως προπονητής των κίτρινων. Πριν από 21 χρόνια τέτοια μέρα αγωνιζόταν για τελευταία φορά με το εθνόσημο!

Ο δημοσιογράφος, Νίκος Παπαδογιάννης, έγραψε στο μπλογκ του στο gazzetta.gr για το κύκνειο άσμα του “δράκου” του ελληνικού μπάσκετ: “Ήμουν εκεί, όταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης έπαιξε τον τελευταίο αγώνα της καριέρας του. Στο αχανές Τζόρτζια Ντομ της Ατλάντα, χωρισμένο στα δύο με μία πελώρια κουρτίνα, στις 2 Αυγούστου 1996. Σαν σήμερα, πριν από 21 χρόνια.

Στο μισό έπαιζαν μπάσκετ, στο άλλο μισό μεγαλουργούσε ο Ιωάννης Μελισσανίδης. Ήμουν εκεί και θυμάμαι το μπουγέλο που εισπράξαμε από τον Γιώργο Σιγάλα, οι λιγοστοί Έλληνες δημοσιογράφοι στο τέλος του παιχνιδιού με τη Βραζιλία για την 5η-6η θέση.

Ο Γιαννάκης ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, αλλά ο Σιγάλας έκανε το παιχνίδι της ζωής του με 35 πόντους, σαν να καταλάβαινε ότι μια μέρα θα κληρονομούσε το περιβραχιόνιο της Εθνικής ομάδας.

Από την άλλη άκρη του γηπέδου, μας κοίταζε σαστισμένος ο Όσκαρ Σμιντ. Ήταν, και για τον ίδιο, βραδιά αποχαιρετισμού στην «επίσημη αγαπημένη» του.

Μέσα σε ένα καλοκαίρι, οι τολμηροί Έλληνες και οι αλέγκροι Βραζιλιάνοι έφεραν επανάσταση στο παγκόσμιο μπάσκετ.

Η Ελλάδα κατέκτησε το ευρωπαϊκό τρόπαιο και έγινε εν μία νυκτί υπερδύναμη, ενώ η Βραζιλία κατατρόπωσε τα αμερικανάκια στον τελικό του Παναμερικανικού στην Ιντιανάπολις και ναρκοθέτησε τα θεμέλια της κυριαρχίας των ΗΠΑ.

Εμείς κερδίσαμε με 103-101 και οι Βραζιλιάνοι 120-115. Ο Γιαννάκης ήταν αρχηγός και σήκωσε πρώτος το τρόπαιο, αλλά ο Όσκαρ όχι. Αυτή η τιμή ανήκε στο «τοτέμ» Μαουρί.

Θυμάμαι και τον Συρίγο να βαριέται. Ήμασταν, οι δυό μας, απεσταλμένοι της Ελευθεροτυπίας στην Ατλάντα, αλλά εκείνος έχασε το κέφι του μόλις αποκλείστηκε από τα ημιτελικά η Εθνική του μπάσκετ. «Νικολάρα, κάνε μου τη χάρη και έλα να γράψεις το ματς», με παρακάλεσε.

Χμμ, δεν το είπε ακριβώς έτσι, αλλά τέλος πάντων. Ας είναι καλά, εκεί που πήγε, ο Φίλιππος.

Επειδή ακριβώς ήμουν επιφορτισμένος με …όλα τ’άλλα πλην του μπάσκετ, από στίβο μέχρι πόλο και από ενόργανη γυμναστική μέχρι άρση βαρών (διάβαζε: βροχή ελληνικών διακρίσεων), έτρεχα νυχθημερόν από γήπεδο σε γήπεδο και είδα ελάχιστο μπάσκετ.

Ακόμα και ο τελικός, ανάμεσα στη γιαλαντζί Ντριμ-Τιμ των Αμερικανών και τη νέα Γιουγκοσλαβία, με βρήκε αλλού νυχτωμένο.

Ο Σκουντής μου χτύπησε την πόρτα νυχτιάτικα στο αλησμόνητο μοτέλ Days Inn Clairmont όπου μέναμε. «Έχασες φοβερό αντρικό ματς», μου είπε, αντί καλησπέρας.

Εκείνο που είδα εγώ, όμως, με αποζημίωσε απόλυτα. Η μονομαχία της Νίκης Μπακογιάννη με τη Στέφκα Κοσταντίνοβα στο ύψος ήταν μία από τις πιο απολαυστικές βραδιές που έχω ζήσει σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Τον ελληνικό προημιτελικό του μπάσκετ, όμως, δεν τον έχανα με τίποτε. Βοηθούσε και η ώρα έναρξης: 10 το πρωί. Ναι, σωστά διαβάσατε, δέκα το πρωί. Μπήκα στο Τζόρτζια Ντομ αγουροξυπνημένος, με την τσίμπλα στο μάτι.

Ποτέ στη ζωή μου δεν κοιμήθηκα τόσο λίγο όσο στις 20 μέρες των αγώνων της Ατλάντα. Η μοναδική μέρα που είχαμε σημαδέψει για πρωινή ξεκούραση, ένα Σάββατο, εξελίχθηκε σε μαρτύριο, αφού την προηγούμενη νύχτα έσκασε η βόμβα στο Ολυμπιακό Πάρκο.

Η Εθνική φοβόταν τους Κροάτες και διάλεξε αντίπαλο, ελπίζοντας ότι η Λιθουανία, των Σαμπόνις και Μαρτσουλιόνις, ήταν του χεριού της. Μπήκα στο γήπεδο στο δεύτερο λεπτό του προημιτελικού και το σκορ ήταν ήδη 2-12. Πριν καλά καλά πιάσω στασίδι, η διαφορά είχε φτάσει τους 15 πόντους.

Έγειρα και αποκοιμήθηκα πάνω στο έδρανο. Με ξύπνησε η κόρνα της λήξης, σε συνδυασμό με τους άναρθρους πανηγυρισμούς των Λιθουανών.  Το κοντέρ είχε γράψει 66-99. Ωραίο ωραίο και συμμετρικό, με τις υγειές μας.

Ο Γιαννάκης ήταν πια 37 ετών. Η παρουσία του στην ομάδα ήταν μάλλον συμβολική. Βοηθούσε περισσότερο στα αποδυτήρια, παρά στο παρκέ. Ήταν φανερό, ότι η καριέρα του πλησίαζε ολοταχώς προς το φινάλε.

Άλλωστε, είχε μόλις κατακτήσει και το τρόπαιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τον Παναθηναϊκό. Θα το προτιμούσε με τον Άρη, αλλά δεν ήταν γραφτό.

Ωστόσο, ελάχιστοι είδαν την αυλαία να κλείνει εκείνο το απόγευμα στην Ατλάντα. Ο κρυψίνους «δράκος»  απέφευγε να κοινοποιήσει τις προθέσεις του προς αδιάκριτους ωτακουστές, Έλληνες και ξένους.

Ήθελε να ακούσουν πρώτοι το «αντίο» οι συμπαίκτες του, από τα δικά του χείλη: ο Φασούλας, ο Φάνης, ο Παταβούκας, ο Κακιούσης και οι λοιποί συνοδοιπόροι. Εάν μπορούσε, θα έφερνε στην Ατλάντα και τον Γκάλη και τον Φιλίππου και  τ’άλλα παιδιά του 1987.

Στην ανατριχιαστική ιεροτελεστία που ακολούθησε πίσω από την σφαλιστή πόρτα των αποδυτηρίων, δεν υπήρχε χώρος ούτε για τον Μάκη Δενδρινό και τους συνεργάτες του, πόσο μάλλον για τους δημοσιογράφους.

Εμείς φύγαμε από το γήπεδο μουσκεμένοι από το μπουγέλο του Σιγάλα, ο Σιγάλας  και οι άλλοι με πρόσωπο βρεγμένο από δάκρυα.

Ο Γιαννάκης κληροδότησε στους συνεχιστές του ένα βαρύ φορτίο 351 συμμετοχών στην Εθνική Ανδρών και άλλων 60 στις ομάδες Παίδων, Εφήβων και Ελπίδων.

Πρωτοφόρεσε τη γαλανόλευκη φανέλα στις 11 Ιουλίου 1975 στην τρυφερή ηλικία των 16 ετών και έμελλε να την υπηρετήσει ενεργά μέχρι τον Αύγουστο του 2008, όταν αποχώρησε από το πόστο του Ομοσπονδιακού τεχνικού, μετά από μία άλλη Ολυμπιάδα (την τρίτη της καριέρας του).

«Μια μέρα αυτός θα γίνει προπονητής της Εθνικής», προφήτευσε κάποιος οξυδερκής, καθώς περπατούσαμε προς το Κέντρο Τύπου της Ατλάντα.

Η πρόβλεψη αποδείχθηκε ακριβέστατη, αφού ο Βασιλακόπουλος παρέδωσε την ομάδα στον «δράκο» πριν καλά καλά στεγνώσει ο ιδρώτας της φανέλας του. Και του έφερε για δάσκαλο τον μέντορά του, τον απόμαχο Ρίτσαρντ Ντουκσάιρ.

Μολονότι δεν είχε ούτε δίπλωμα, ο Γιαννάκης οδήγησε την Εθνική στην 4η θέση του Ευρωμπάσκετ ’87 στη Βαρκελώνη. Δέχθηκε όμως λυσσαλέα κριτική όταν έχασε το παγκόσμιο μετάλλιο, έναν χρόνο αργότερα στην Αθήνα.

Την 4η θέση την κοιτάζαμε τότε στα δόντια, οι κακομαθημένοι. Λες και παίζαμε μόνοι μας ή είχαμε κάποιου είδους συμβόλαιο με το βάθρο.

Ο Γιαννάκης απομακρύνθηκε άκομψα, ώσπου επέστρεψε πολύ πιο έμπειρος και σοφός, λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν ο Γιάννης Ιωαννίδης εγκατέλειψε κυνικά την Εθνική για να γίνει βουλευτής.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, γλυκιά και μεθυστική. Εάν ο Γιαννάκης έλεγε «όχι» στην πρόταση του Ολυμπιακού λίγους μήνες πριν το Πεκίνο, μπορεί να συμπλήρωνε τώρα 13 χρόνια αδιάκοπης θητείας στον πάγκο της ομάδας της καρδιάς του.

Χώρια η διετία 1996-98, χώρια οι 411 συμμετοχές, χώρια οι 5.301+1.104 πόντοι, χώρια το αίμα, τα δάκρυα και ο ιδρώτας”.

To Top