Στις 16 Ιουλίου του 1950, 200.000 Βραζιλιάνοι συνωστίζονται στις κερκίδες του «Μαρακανά» για να δουν την Εθνική τους να σηκώνει το Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά τελικά από την κούπα της νίκης ήπιαν ο Ομπντούλιο Βαρέλα και οι συμπαίκτες του στην Ουρουγουάη. O αγώνας που έμεινε στην Ιστορία ως «Maracanazo»…
Η Βραζιλία, η χώρα στην οποία το ποδόσφαιρο λατρεύεται σχεδόν ως θρησκεία, προετοιμάστηκε ιδανικά προκειμένου να διοργανώσει το 4ο Παγκόσμιο Κύπελλο (και πρώτο μετά το 1938, καθώς στο ενδιάμεσο είχε μεσολαβήσει ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και σχεδόν κάθε αθλητική δραστηριότητα είχε ανασταλεί) το καλοκαίρι του 1950, τόσο σε οργανωτικό όσο και σε αγωνιστικό επίπεδο, με αποκορύφωμα την κατασκευή του επιβλητικού Σταδίου «Μαρακανά» στο Ρίο ντε Τζανέιρο, του «8ου Θαύματος του Κόσμου» όπως το αποκαλούσαν, στο οποίο η φιλόδοξη ομάδα του Φλάβιο Κόστα φιλοδοξούσε να σηκώσει το τρόπαιο για πρώτη φορά στην Ιστορία της.
Το σύστημα διεξαγωγής της διοργάνωσης ήταν επιεικώς… περίεργο, με τέσσερις ανισομερείς ομίλους (δύο με τέσσερις ομάδες, ένας με τρεις και ένας με μόλις δύο), οι πρώτοι των οποίων προκρίνονταν στην τελική φάση, όπου έπαιζαν μεταξύ τους και ο πρώτος κατακτούσε το τρόπαιο (τυπικά δεν υπήρχε τελικός, αν και ακόμη και η FIFA «δέχεται» ως τέτοιον την αποφασιστική αναμέτρηση ανάμεσα στην Βραζιλία και την Ουρουγουάη). Την πρόκριση στον τελικό γύρο πήραν λοιπόν οι δύο προαναφερθείσες χώρες της Νοτίου Αμερικής, η Ισπανία και η Σουηδία, καθώς η «πολυδιαφημισμένη» Αγγλία και η κάτοχος του τίτλου Ιταλία απογοήτευσαν με τις εμφανίσεις τους στη φάση των ομίλων.
Μια ονειρώδης ομάδα
H Σελεσάο του Φλάβιο Κόστα έμοιαζε ακατανίκητη στο «δικό της» Παγκόσμιο Κύπελλο, ανεξάρτητα από την θερμή συμπαράσταση των οπαδών της σε όποιο γήπεδο και αν αγωνιζόταν, έχοντας συγκροτήσει μια πανίσχυρη ομάδα με την επιθετική πεντάδα των Φριάκα – Ζιζίνιο – Αντεμίρ (πρώτος μεταξύ ίσων) – Ζαΐρ – Τσίκο να σκορπάει τρόμο στις αντίπαλες άμυνες, ενώ στις «πίσω ζώνες» ο Μπάουερ και ο Ντανίλο ήταν επίσης ποδοσφαιριστές υψηλής κλάσης. Ένα σύνολο με επιθετικότητα, μπρίο, τεχνική, θεαματικό στιλ αλλά και αποτελεσματικότητα, που δικαίως θεωρούταν το απόλυτο φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου.
Οι διοργανωτές, μετά από ένα κάπως «μουδιασμένο» ξεκίνημα στον Α΄ όμιλο, όπου επικράτησαν με 4-0 του Μεξικού και 2-0 της Γιουγκοσλαβίας αλλά ενδιάμεσα παραχώρησαν ισοπαλία με 2-2 στην Ελβετία στη μεγάλη βραδιά του Ζάκι Φατόν, φορμαρίστηκαν σε εντυπωσιακό βαθμό και έδωσαν δύο μοναδικές παραστάσεις του υψηλότερου ποδοσφαιρικού επιπέδου στην τελική φάση της διοργάνωσης, συντρίβοντας με 7-1 την Σουηδία (πέντε τέρματα ο τρομερός γκολτζής Αντεμίρ) και 6-1 την Ισπανία, με αποτέλεσμα να χρειάζονται απλώς έναν βαθμό απέναντι στην Ουρουγουάη ώστε να αναδειχθούν Παγκόσμιοι Πρωταθλητές…
Η Celeste ήταν έτοιμη για μάχη
Η αντίπαλος της Βραζιλίας στον τελευταίο αγώνα της διοργάνωσης όμως δεν ήταν μια συνηθισμένη ομάδα. Παγκόσμια πρωταθλήτρια το 1930 στα δικά της γήπεδα, η Ουρουγουάη δεν είχε συμμετάσχει στις επόμενες δύο οι οποίες διεξήχθησαν στην Ευρώπη και αγνοούσε την ήττα σε Μουντιάλ, μετρώντας μέχρι εκείνο το μεσημέρι έξι νίκες και μια ισοπαλία. Στον τελικό γύρο, είχε βρεθεί πίσω στο σκορ στο δεύτερο ημίχρονο τόσο απέναντι στην Ισπανία όσο και στην Σουηδία, αλλά με αντεπίθεση στο τέλος κατάφερε να αποσπάσει ισοπαλία (2-2) από την πρώτη και να νικήσει με 3-2 την δεύτερη, χάρη σε δύο τέρματα του Όσκαρ Μιγκές, παραμένοντας «ζωντανή» στη διεκδίκηση του τροπαίου.
Την ραχοκοκκαλιά της Celeste του Χουάν Λόπες αποτελούσαν ο τερματοφύλακας Ρόκε Γκάστον Μάσπολι, οι σκληροτράχηλοι αμυντικοί Ματίας Γκονζάλες, Σούμπερτ Γκαμπέτα, Εουσέμπιο Τεχέρα, οι μέσοι Βίκτορ Ροντρίγκες Αντράντε, Χούλιο Πέρες και το μεγάλο αστέρι της δεν ήταν άλλο από τον θρυλικό Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο, τον σπουδαιότερο ποδοσφαιριστή που ανέδειξε αυτή η μικρή χώρα της Λατινικής Αμερικής, έναν μεσοεπιθετικό με υπέροχο στιλ και εκτελεστική δεινότητα ο οποίος έκανε μεγάλη καριέρα στην Μίλαν την επόμενη δεκαετία, ενώ είχε σκοράρει ήδη πέντε φορές στην αναμέτρηση με την Βολιβία για τη φάση των ομίλων.
Ο «Λέων του Μαρακανά»
Ο Σκιαφίνο αποτελούσε αναμφίβολα τον ποιοτικότερο ποδοσφαιριστή στο ρόστερ της «γαλάζιας» ομάδας, ωστόσο αρχηγός και ψυχή της προσπάθειας των Ουρουγουανών στα γήπεδα της Βραζιλίας το καλοκαίρι του 1950 ήταν ο 33χρονος Ομπντούλιο Βαρέλα, ο άνθρωπος ο οποίος έμεινε στην Ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου με το συγκλονιστικό προσωνύμιο «ο Λέων του Μαρακανά». Μελαμψός, βαρύς, με ρίζες από την Αφρική, τους ντόπιους ιθαγενείς αλλά και την Ελλάδα, ήταν ένας ποδοσφαιριστής με δυναμική προσωπικότητα (για την ανάλυση της οποίας χρειάζεται ξεχωριστό κεφάλαιο) και στόφα φυσικού ηγέτη, ο οποίος απλά δεν δεχόταν να συμβιβαστεί με την ήττα, κάτι που απέδειξε στον κρίσιμο αγώνα με την Σουηδία, σκοράροντας με ατομική προσπάθεια το γκολ της ισοφάρισης.
Την ημέρα του τελικού, ο Βαρέλα («αδέρφια, σήμερα νιώθω μεγάλη διάθεση να τρέξω») αγόρασε όλες τις βραζιλιάνικες εφημερίδες που μπόρεσε να βρει και προανήγγειλαν συντριβή της Εθνικής του, τις άπλωσε στο πάτωμα της τουαλέτας του ξενοδοχείου «Παϊσαντού» και κάλεσε τους συμπαίκτες του να ουρήσουν πάνω τους, ενώ… ξεκαθάρισε την κατάσταση στον πλάγιο οπισθοφύλακα Σούμπερτ Γκαμπέτα με τρόπο που δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε ο ίδιος ο Χουάν Λόπες: «εσύ στο παιχνίδι θα μαρκάρεις τον Τσίκο. Αν τον αφήσεις να δοκιμάσει έστω και ένα σουτ, θα έχεις να κάνεις μετά μαζί μου!»
Το πρώτο ημίχρονο: «Όλοι αυτοί εκεί έξω δεν μετράνε…»
Είναι 16 Ιουλίου του 1950 στο Ρίο ντε Τζανέιρο, 15.00 τοπική ώρα και 199.854 θεατές, ένα μοναδικό ρεκόρ στην Ιστορία του ποδοσφαίρου το οποίο δεν πρόκειται να καταρριφθεί ποτέ, έχουν πάρει θέση στις κερκίδες του πελώριου «Μαρακανά» για να δουν την Βραζιλία να παραδίδει ένα ακόμη ρεσιτάλ επιθετικού ποδοσφαίρου και να κατακτά επιτέλους το Παγκόσμιο Κύπελλο. Διαιτητής της μεγάλης αναμέτρησης ο Άγγλος Τζορτζ Ρίντερ και οι ποδοσφαιριστές της Ουρουγουάης μπαίνουν στον αγωνιστικό χώρο «ατσαλωμένοι» από τα λόγια του Ομπντούλιο, του «gran capitan y caudillo» τους, που τους είχε ορκίσει να νικήσουν ή να πέσουν μαχόμενοι έως το τελευταίο λεπτό, στα αποδυτήρια: «μέσα στο γήπεδο είμαστε έντεκα εναντίον έντεκα, όλοι αυτοί εκεί έξω (στις εξέδρες) δεν μετράνε…»
Την ώρα που οι φωτογράφοι συνωστίζονται προκειμένου να τραβήξουν πλάνα από τον Αντεμίρ και την παρέα του, η φωνή του Εουσέμπιο Τεχέρα, του «φτεροπόδαρου» μπακ της Celeste με το χαρακτηριστικό μουστάκι, υψώνεται βροντερή: «που πάτε, ηλίθιοι; Οι πρωταθλητές κόσμου είναι από αυτή την πλευρά»! Ο Μάσπολι σταματάει με εντυπωσιακό τρόπο τις προσπάθειες των Αντεμίρ και Ζαΐρ στα πρώτα τρία λεπτά, ο Βαρέλα πετάει στο έδαφος τον Ζοάο Μπιγκόντε στη δεύτερη μεταξύ τους διεκδίκηση της μπάλας, ο Μιγκές «προειδοποιεί» με ένα μακρινό σουτ στο δοκάρι στο 38′. Όσοι περίμεναν να μετατραπεί ο τελικός σε αγώνα επίδειξης, κατάλαβαν μέχρι τη λήξη του ημιχρόνου ότι θα παρακολουθούσαν μια μάχη μέχρι τελικής πτώσεως…
«Μόνο ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας κι εγώ…»
Μόλις 78 δευτερόλεπτα έπειτα από το ξεκίνημα της επανάληψης, η Βραζιλία θα πετύχει το γκολ που περίμεναν δύο ολόκληρες δεκαετίες οι υποστηρικτές της: μετά από γρήγορο συνδυασμό του Τσίκο με τον Αντεμίρ, ο εξτρέμ Φριάκα άνοιξε το σκορ με ωραίο σουτ από τη γωνία της μεγάλης περιοχής και στις εξέδρες του «Μαρακανά» οι εκστασιασμένοι θεατές ξεκίνησαν να χορεύουν σάμπα και να ανταλλάσσουν αναμνηστικές κάρτες με τη λεζάντα «Brasil o mator do mundo 1950». Μέσα στον γενικό πανζουρλισμό, ο μέγας Ομπντούλιο Βαρέλα θα αρπάξει την μπάλα και θα αρχίσει να διαμαρτύρεται έντονα στον διαιτητή Ρίντερ ότι το γκολ ήταν οφσάιντ, παρότι γνώριζε πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, ζητώντας ακόμη και… μεταφραστή, προκειμένου να «παγώσει» τον ρυθμό των αντιπάλων του. Μετά από αρκετά λεπτά, ο αρχηγός θα πάει επιτέλους την μπάλα στη σέντρα και θα πει στους συμπαίκτες του «τώρα ή θα νικήσουμε, ή θα πεθάνουμε προσπαθώντας».
Υπάρχει μια έκφραση των κατοίκων της Ουρουγουάης που υποδηλώνει το μαχητικό πνεύμα, το ψυχικό θάρρος και την τόλμη που χρειάζεται για να πετύχεις κάτι που μοιάζει αδύνατο: «garra charrúa». Ενώ η οπισθοφυλακή της εντεκάδας του Λόπες αντιστέκεται με απίστευτο πείσμα στις κατά κύματα πλέον επιθέσεις των Βραζιλιάνων, στο 66ο λεπτό του τελικού ο Πέπε Σκιαφίνο, ο «Πρίγκιπας» της πατρίδας του, θα ισοφαρίσει με ένα θαυμάσιο δεξί βολέ στην κίνηση μετά από ενέργεια του Αλσίντες Γκίτζια από τα δεξιά. Δέκα λεπτά αργότερα ο μοιραίος τερματοφύλακας της Σελεσάο, ο Μοασίρ Μπαρμπόσα, θα αποκρούσει με υπερένταση το σουτ του Γκίτζια από πλάγια θέση, όμως…
Είναι το 79ο λεπτό της αναμέτρησης που κρίνει τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή και η Σελέστε, με ηγέτη έναν Βαρέλα ο οποίος μοιάζει να βρίσκεται παντού στο γήπεδο, πραγματική ενσάρκωση του πνεύματος της «garra charrúa», έχει αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο Γκίτζια ξεχύνεται και πάλι από τα δεξιά, προσπαθώντας να προλάβει μια βαθιά μπαλιά του Χούλιο Πέρες, την ώρα που ο Μπαρμπόσα κάνει (σωστή) έξοδο για να τον σταματήσει. Ο 23χρονος μεσοεπιθετικός όμως, ο οποίος σε μια πραγματικά παράξενη σύμπτωση πέθανε στις 16 Ιουλίου του 2015, ακριβώς 65 χρόνια μετά την ημέρα που σημείωσε το πιθανότατα πιο εμβληματικό γκολ στην Ιστορία του Μουντιάλ, προλαβαίνει να σουτάρει με το δεξί και να στείλει την μπάλα στην ανυπεράσπιστη εστία της Βραζιλίας. «Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το Μαρακανά να σιωπήσει με μια κίνηση: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο 2ος κι εγώ», θα πει χρόνια αργότερα ο άνθρωπος που με ένα σουτ γκρέμισε τα όνειρα δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων… και στεφανώθηκε με την ποδοσφαιρική αθανασία για αυτό.
Μπαρμπόσα: 50 χρόνια φυλακή χωρίς να εγκληματίσει
Αν ο πανηγυρισμός του Γκίτζια με τo χέρι υψωμένο είναι η μια όψη του νομίσματος, η άλλη είναι η βασανισμένη φιγούρα του τερματοφύλακα της Βραζιλίας, Μοασίρ Μπαρμπόσα, ο προσωπικός Γολγοθάς του οποίου ξεκινούσε από εκείνο ακριβώς το λεπτό. «Στην Βραζιλία η ανώτερη ποινή φυλάκισης είναι 30 χρόνια, εγώ είμαι καταδικασμένος εδώ και 44 χωρίς να έχω εγκληματίσει», δήλωσε σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, λίγο πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο των Ηνωμένων Πολιτειών το 1994. Δεν κλήθηκε ποτέ ξανά στην Εθνική, πολλές φορές στον δρόμο τον έφτυναν και τον προσέβαλαν, δυσκολευόταν να βρει δουλειά και δεν του επέτρεπαν να επισκεφθεί τους διεθνείς στο ξενοδοχείο τους, για να μην τους φέρει γρουσουζιά. Ο Μπαρμπόσα, ένας από τους καλύτερους Λατινοαμερικάνους τερματοφύλακες (κορυφαίος σύμφωνα με τους δημοσιογράφους στο Μουντιάλ του 1950) της εποχής του, πέθανε πάμφτωχος και προδομένος από την καρδιά του, τον Απρίλιο του 2000.
Στέψη και θρήνος
Ο Ζιλ Ριμέ, ιδρυτής του Παγκοσμίου Κυπέλλου και πρόεδρος τότε της FIFA, κατέβηκε στα αποδυτήρια με το σκορ στο 1-1 για να παραλάβει το τρόπαιο, το οποίο εξακολουθούσε να πιστεύει (όπως και όλοι) ότι θα παραδώσει στους Βραζιλιάνους, στους οποίους αρκούσε η ισοπαλία για να το κατακτήσουν, υπό τις εκκωφαντικές φωνές του τεράστιου πλήθους τις κερκίδες του «Μαρακανά». Του πήρε αρκετά λεπτά μέχρι να επιστρέψει σε ένα Στάδιο το οποίο ήταν πλέον βουβό μετά το γκολ του Γκίτζια, με μια πένθιμη, βαριά σιωπή την οποία θα έσπαζαν τελικά οι σειρήνες των ασθενοφόρων που έρχονταν για να μεταφέρουν όσους υπέστησαν καρδιακή προσβολή ή πήδηξαν από τις κερκίδες μετά το σφύριγμα της λήξης από τον διαιτητή Ρίντερ, ακριβώς πριν εκτελεστεί ένα κόρνερ από τον Φριάκα. Δεν θα υπάρξει απονομή, ούτε ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου της Ουρουγουάης και ο Ζιλ Ριμέ θα βρει τελικά μετά από αρκετή ώρα τον Ομπντούλιο Βαρέλα, ο οποίος κραυγάζει «με ή χωρίς το Κύπελλο, πρωταθλητές είμαστε εμείς!» και θα του παραδώσει με αμηχανία, σχεδόν «στα κλεφτά» το τρόπαιο, κάτι που αποτυπώνεται στην κεντρική φωτογραφία του άρθρου.
Επιμύθιο
Για την Βραζιλία η ήττα ήταν ένα σοκ που συγκλόνισε τα εκατοντάδες εκατομμύρια των κατοίκων της και όχι μόνο τους ποδοσφαιρόφιλους, αν και οι δύο έννοιες στη συγκεκριμένη χώρα σχεδόν ταυτίζονται, και τους έκανε να αμφιβάλουν για την αξία του έθνους τους και την υπεροχή του στο άθλημα το οποίο πραγματικά λατρεύουν, όπως περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο στο βιβλίο του «Anatomia de uma Derrota» («Ανατομία μιας Ήττας») ο συγγραφέας Πάουλο Περδιγκάο. Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ χρόνια ακόμη ώσπου η μεγάλη ομάδα των Πελέ, Γκαρίντσα και Βαβά, οι οποίοι ήταν ανήλικοι τότε αλλά αναμφίβολα «σημαδεύτηκαν» από το «Maracanazo», να εξορκίσει τον εφιάλτη του στα σουηδικά γήπεδα το 1958, κατακτώντας το πρώτα από τα πέντε συνολικά Παγκόσμια Κύπελλα που έχει η Σελεσάο μέχρι σήμερα.
Οι ποδοσφαιριστές της Ουρουγουάης, οι οποίοι ανέτρεψαν κάθε ποδοσφαιρική λογική και κατάφεραν σαν σήμερα, 67 χρόνια πριν, να νικήσουν όχι μόνο την ισχυρότερη ομάδα του κόσμου εκείνη την εποχή μέσα στο γήπεδό της, αλλά και ένα εχθρικό πλήθος 200.000 ανθρώπων, ανταμείφθηκαν για τον θρίαμβό τους με 175 δολλάρια και… ασημένια αντίγραφα των μεταλλίων τους, καθώς η Ομοσπονδία της χώρας κράτησε τα χρυσά. Η Σελέστε, Παγκόσμια Πρωταθλήτρια για δεύτερη φορά στις τέσσερις πρώτες διοργανώσεις, δεν ανέβηκε ποτέ ξανά στην κορυφή του κόσμου, με καλύτερη παρουσία έκτοτε αυτή στα ημιτελικά το 1954, το 1970 και το 2010. H μικρή χώρα της Λατινικής Αμερικής με την μεγάλη αθλητική παράδοση «γέννησε» κι άλλους σπουδαίους παίκτες στις δεκαετίες που ακολούθησαν, από τον Πέδρο Ρότσα και τον Έντσο Φραντσέσκολι μέχρι τον Ντιέγκο Φορλάν και τον Λουίς Σουάρες… αλλά όχι έναν Ομπντούλιο Βαρέλα, να πάρει τους συμπαίκτες του από το χέρι και να τους πείσει ότι «όλοι αυτοί εκεί έξω δεν μετράνε…»