Τραγουδοποιός από την Ιαμαϊκή (Jamaica), που διεθνοποίησε τη μουσική ρέγκε και την κουλτούρα των Ρασταφάρι.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ (Bob Marley) γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1945 στο χωριό Νάιν Μάιλς ως Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ. Ήταν γιος του πενηντάχρονου άγγλου λευκού στρατιωτικού Νόρβαλ Σινκλέρ Μάρλεϊ και της δεκαοκτάχρονης Σιντέλα Μπούκερ, μιας ντόπιας μαύρης. Ο πατέρας του ζούσε στο Λίβερπουλ, αλλά βοηθούσε οικονομικά τον μικρό του γιο και τη μητέρα του, μέχρι τον θάνατό του το 1955. Τότε, ο Μπομπ και η μητέρα του αναγκάσθηκαν να μετακομίσουν στον τενεκοδομαχαλά Τρέντσταουν του Κίνγκστον, ελλείψει χρημάτων. Εκεί ο μικροσκοπικός Μπομπ (δεν ξεπέρασε ποτέ το 1,63 μ. σε ύψος), αναγκάσθηκε να ατσαλώσει τον χαρακτήρα του για να επιβιώσει, καθώς αντιμετώπιζε την προκατάληψη τόσο των λευκών όσο και των μαύρων.
Σε ηλικία 14ων ετών, εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει ως βοηθός οξυγονοκολλητή. Τις ελεύθερες ώρες του έπαιζε μουσική με τον φίλο του Νέβιλ «Μπάνι» Λίβινγκστον (γνωστότερο αργότερα ως Μπάνι Γουέιλερ) και τον Τζο Χιγκς, έναν εκκολαπτόμενο τραγουδιστή και μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι, ένα περίεργο κράμα από βιβλικές προφητείες, φιλοσοφία της επιστροφής στη φύση και μαύρου εθνικισμού, που αποθεώνει τη λατρεία της μαριχουάνας και τη νοσταλγία επιστροφής στην Αφρική. Στην παρέα προστέθηκε και ο νεαρός Πίτερ Μάκιντος (γνωστός αργότερα ως Πίτερ Τος). Το 1962 ο Μάρλεϊ ηχογράφησε τα δύο πρώτα του σινγκλ Judge Not και One Cup of Coffee, που πέρασαν απαρατήρητα και τα γνωρίσαμε από τις μεταθανάτιες συλλογές τραγουδιών του.
Το 1963, οι Μάρλεϊ, Λίβινγκστον και Μάκιντος σχημάτισαν ένα γκρουπ, που έπαιζε σκα και ροκστίντι μουσική (πρώιμες μορφές ρέγγε), με την ονομασία The Teenagers. Μετά από συνεχείς αλλαγές, το συγκρότημα κατέληξε στην ονομασία The Wailers. H επιτυχία δεν ήρθε και ο Μάρλεϊ αναγκάσθηκε να μετακομίζει με τη γυναίκα του Ρίτα Άντερσον στο σπίτι της πεθεράς του στο Ντελαγουέρ των ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως εργάτης στη χημική βιομηχανία Ντιπόν και την αυτοκινητοβιομηχανία Κράισλερ.
Η μισθωτή εργασία δεν τον ενθουσίασε και το 1967 επέστρεψε στο νησί για να ασχοληθεί και πάλι με τη μουσική. Τότε έγινε μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια (dreadlocks), που έγιναν το σήμα κατατεθέν του και αργότερα παγκόσμια μόδα.
Bob Marley & The WailersΑπό το 1968 έως το 1972 οι Γουέιλερς ξαναηχογράφησαν κάποια από τα παλιά τους κομμάτια, εμπορικοποίησαν τον ήχο τους και χτύπησαν τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών. Το 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο Catch A Fire (Stir It Up, Kinky Reggae), που κινήθηκε καλά. Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το Burnin’ με τραγούδια όπως τα Get Up, Stand Up και το I shot the Sheriff, που έγινε παγκόσμια επιτυχία στη διασκευή του Έρικ Κλάπτον και βοήθησε στην εκτόξευση της δημοτικότητας του Μπομπ Μάρλεϋ.
Το 1974 οι Γουέιλερς διαλύθηκαν, λόγω διαφωνιών. Οι Λίβινγκστον και Μάκιντος ακολούθησαν σόλο καριέρα, ο πρώτος ως Μπάνι Γουέιλερ και ο δεύτερος ως Πίτερ Τος. Ο Μάρλεϊ κράτησε το όνομα του συγκροτήματος και εμφανιζόταν ως Μπομπ Μάρλεϊ και Γουέιλερς με μουσικούς, όπως οι αδελφοί Κάρλτον και Άστον Μπάρετ στο ρυθμικό τμήμα και οι Τζούνιορ Μάρβιν και Αλ Άντερσον στις κιθάρες. Τους συνόδευε πάντα στα φωνητικά το γυναικείο τρίο I Threes, που το αποτελούσαν η γυναίκα του Μάρλεϊ, Ρίτα, η Μάρσια Γκρίφιθς και η Τζούντι Μόουατ.
Το 1975 σημειώνει την πρώτη παγκόσμια επιτυχία του με το τραγούδι No Woman, No Cry από το άλμπουμ Natty Dread. Τον επόμενο χρόνο το Rastaman Vibration γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ και παραμένει για τέσσερεις εβδομάδες στα δέκα πρώτα άλμπουμ του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Τώρα, ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι ένας καλλιτέχνης παγκοσμίου βεληνεκούς, με γεμάτες συναυλίες όπου κι αν εμφανίζεται. Η ρέγκε (ένα κράμα σκα, ρυθμ εντ μπλουζ και ροκ, μια μουσική νευρώδης και ράθυμη συγχρόνως) γίνεται παγκόσμια μουσική γλώσσα και επηρεάζει πολλούς καλλιτέχνες σε κάθε σημείο του πλανήτη.
Το Δεκέμβριο του 1976 ο Μάρλεϊ επιστρέφει δόξη και τιμή στην Ιαμαϊκή για να συμβάλει στην εκτόνωση των πολιτικών συγκρούσεων, αλλά παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν άγνωστοι αποπειρώνται να τον δολοφονήσουν. Εγκαταλείπει άρον-άρον το νησί και εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου ηχογραφεί δύο άλμπουμ, το Exodus (Exodus, Waiting in Vain, Jammin’, One Love) και το Kaya (Is this Love, Sun is shinning). To 1978 επιστρέφει στην πατρίδα του και διοργανώνει μια συναυλία πολιτικής συμφιλίωσης, που έμεινε στην ιστορία ως One Love Peace Concert.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το διπλό «ζωντανό» άλμπουμ Babylon by Bus και το πολιτικά φορτισμένο Survival, με τραγούδια όπως τα Zimbabwe, Africa Unite, Wake Up and Live και Survival. Το 1980, το Uprising είναι το πιο θρησκευτικό του άλμπουμ, που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του. Περιείχε τραγούδια όπως τα Redemption Song και Forever Loving Jah.
Τον Ιούλιο του 1977, ο Μάρλεϊ ένοιωσε ενοχλήσεις στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και οι γιατροί διέγνωσαν κακοήθες μελάνωμα. Του ζήτησαν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου του για να σώσουν τη ζωή του, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή του το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι. Επιπροσθέτως, αρνήθηκε να συντάξει διαθήκη για να διευθετήσει τα περίπλοκα περιουσιακά του, καθότι είχε αποκτήσει 12 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Το απαγόρευε και αυτό ο Ρασταφαριανισμός.
Ο καρκίνος γρήγορα εξαπλώθηκε στα ζωτικά του όργανα. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Πίτσμπουργκ. Βρισκόταν ένα βήμα από τον θάνατο όταν κάλεσε ένα διάσημο γερμανό γιατρό για να τον θεραπεύσει. Ο καρκίνος βρισκόταν στο τελευταίο του στάδιο και ο Μπομπ Μάρλεϊ πέρασε στην αιωνιότητα το πρωί της 11ης Μαΐου 1981 σε νοσοκομείο του Μαϊάμι.
Ο Μπομπ Μάρλεϊ τραγούδησε τον έρωτα, την αγάπη, αλλά και την καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς. Βρέθηκε στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην πατρίδα του, με μια εις βάρος του απόπειρα δολοφονίας. Όμως, γρήγορα έγινε λαϊκό είδωλο και η ημερομηνία γέννησής του τιμάται ως Εθνική Εορτή στη Τζαμάικα. Πολλά του οφείλουν οι καλλιτέχνες της ραπ, ενώ κάποιοι μουσικοκριτικοί δεν διστάζουν να τον αποκαλέσουν «Νονό του Χιπ-Χοπ», εκτός βεβαίως από «Βασιλιά της Ρέγκε», τίτλος που του ανήκει δικαιωματικά. Το άλμπουμ Legend, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του και περιέχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του έχει γίνει 10 φορές πλατινένιο, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 12 εκατομμύρια αντίτυπα (2008).
«Το ποδόσφαιρο είναι από μόνο του μία ολόκληρη δεξιοτεχνία. Ένας κόσμος. Μου αρέσει γιατί για να παίξεις, θα πρέπει να είσαι επιδέξιος. Ελευθερία! Το ποδόσφαιρο είναι ελευθερία». Μπομπ Μάρλεϊ – 1979.
Λάτρης της «στρογγυλής θεάς», της τρομερής Σάντος και του Πελέ ήταν ο πιο δημοφιλής εκπρόσωπος της ρέγκε στον πλανήτη. Το Sport-Retro.gr σας ταξιδεύει σε ένα μελωδικό αθλητικό αφιέρωμα.
Εξάλλου, η ιστοσελίδα επιθυμεί να στηρίζει όλους όσοι ονειρεύονται ένα διαφορετικό μέλλον, όπως το περίφημο IRIE Action Sound System.
Το ηχοσύστημα που τα τελευταία χρόνια μεταφέρει όσα πρεσβεύει ακόμα και εκτός των συνόρων, στις 6 Απριλίου επιστρέφει στον ημιυπόγειο χώρο του θεάτρου Χυτήριο Theatre – Σημείο Πολιτισμού για να συναντήσει τον Dub Dadda, θεμελιώδη λίθο της ρέγκε σκηνής του Μάντσεστερ και βασικό μικρόφωνο των Zion Train.
Πίσω στον Μπομπ Μάρλεϊ, ο Τζαμαϊκανός τραγουδιστής, συνθέτης και μουσικός δεν χρειαζόταν κάποιο γήπεδο για να απολαύσει λίγες ώρες ελευθερίας, όπως χαρακτήριζε το ποδόσφαιρο. Υπάρχουν ντοκουμέντα που μαρτυρούν ότι έπαιζε σε χώρους στάθμευσης, σε αλάνες, ακόμα και σε… στούντιο!
Μάλιστα, είχε προσλάβει για ατζέντη των περιοδειών της μπάντας του (σ.σ. The Wailers) τον Άλαν Κόουλ, αποκαλούμενο και «Skill», ο οποίος υπήρξε εκ των κορυφαίων διεθνών άσων του κράτους της Καραϊβικής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εν έτει 1976, ο Μάρλεϊ και ο Κόουλ ένωσαν το μουσικό τους ταλέντο για να δημιουργήσουν το τραγούδι «War», σε μία συνεργασία που διήρκεσε για ένα μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1970.
Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1980, ο θρυλικός εκπρόσωπος της ρέγκε και της σκα έπαιξε ποδόσφαιρο στον δρόμο με μουσικούς, παιδιά και τον Πάουλο Σέζαρ, μέλος της εθνικής Βραζιλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970.
Πριν από την έναρξη του συγκεκριμένου αγώνα, ο Μάρλεϊ είχε παραλάβει την εμφάνιση του αγαπημένου του Πελέ, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον παρακολούθησαν… εν δράσει.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Σέζαρ ρωτήθηκε για την ιδιαίτερη αυτή ποδοσφαιρική αναμέτρηση και η αλήθεια είναι ότι δεν… έπλεξε το εγκώμιο του θιασώτη του κινήματος του Ρασταφαριανισμού.
«Αυτός ο αγώνας ήταν πραγματικά πολύ σύντομος. Όλα έγιναν γρήγορα, δόξα τω Θεώ, γιατί ήταν απαίσιος. Ο Μπομπ ήταν κακός. Πολύ απλά, δεν μπορούσε να παίξει. Από το 1 μέχρι το 10 θα τον βαθμολογούσα με 1,5», ήταν τα λόγια του 67χρονου παλαίμαχου άσου.
Ο Μάρλεϊ δεν ενδιαφερόταν για το θέαμα. Η αγάπη του για το άθλημα επισκίαζε την έλλειψη ικανοτήτων, ωστόσο δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον χαρακτήριζαν αξιόλογο ποδοσφαιριστή.
«Αν θέλεις να με γνωρίσεις, θα πρέπει να παίξεις εναντίον μου και εναντίον των «Wailers», είχε πει μια φορά σε έναν δημοσιογράφο, αποδεικνύοντας τη δίψα του για τη «στρογγυλή θεά».
Ως εκ τούτου, μόνο εντύπωση δεν προξενεί το γεγονός ότι συχνά πυκνά συμμετείχε σε αναμετρήσεις με μουσικούς, εκπροσώπους του Τύπου και επαγγελματίες ποδοσφαιριστές.
Η Σεντέλα, η μεγαλύτερη κόρη του Μάρλεϊ, είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία μιας καμπάνιας, προκειμένου η εθνική Γυναικών της Τζαμάικα να γίνει η πρώτη ομάδα της Καραϊβικής που λαμβάνει μέρος σε Παγκόσμιο Κύπελλο.
Η προσπάθεια αυτή άρχισε το καλοκαίρι του 2014 και, πράγματι, μέσω της πλατφόρμας Indiegogo, συγκεντρώθηκαν αρκετές χιλιάδες ευρώ για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Η εθνική Γυναικών της Τζαμάικα δεν κατάφερε να προκριθεί στην τελική φάση του Καναδά, ωστόσο αυτό πέρασε σε δεύτερη μοίρα από τη στιγμή που ο κόσμος τη στήριξε έμπρακτα.
Τον Ιούλιο του 1977, ο Μάρλεϊ διαγνώσθηκε με έναν τύπο κακοήθους μελανώματος κάτω από το νύχι του μεγάλου δακτύλου του δεξιού του ποδιού.
Εν αντιθέσει με τον αστικό μύθο, το θανάσιμο -όπως αποδείχθηκε- πρόβλημα δεν προκλήθηκε κατά βάση από τραυματισμό σε ποδοσφαιρικό αγώνα, αλλά ήταν απλά ένα σύμπτωμα του καρκίνου.
Η ουσία είναι ότι στις 11 Μαΐου του 1981, σε ηλικία μόλις 36 ετών, ο Μάρλεϊ απεβίωσε και ο θρύλος του γιγαντώθηκε.
Ο επίλογος είναι αφιερωμένος σε όσους ενστερνίζονται το νόημα του παρακάτω τραγουδιού. «Μία αγάπη» δεν είναι, φυσικά, το ποδόσφαιρο αυτό καθ’ αυτό. Είναι, όμως, τα δάκρυα χαράς σε μία επιτυχία, εκείνα της λύπης σε μία αποτυχία, το Fair Play… Και κυρίως, είναι τα παιδιά που παίζουν σε μία αλάνα οποιουδήποτε μέρους της Γης.