ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Τέσσερα χρόνια χωρίς τον Κυπελλούχο με τον Άρη το 1970, Τάκη Λουκανίδη

Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα 11 Ιανουαρίου από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο Τάκης Λουκανίδης. Η μεγάλη αυτή προσωπικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, που κόσμησε με την παρουσία του, από το ξεκίνημα του και τα παιδικά του χρόνια στη Δράμα και διαμέσου όλων των ομάδων, τις φανέλες που φόρεσε.

Το πλούσιο ποδοσφαιρικό βιογραφικό του και η έντονη αγωνιστική παρουσία του είναι συνακόλουθα του μεγάλου ταλέντου του, για το οποίο χαρακτηρίστηκε ως ο “πληρέστερος ποδοσφαιριστής που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα”.

Δεν είναι τυχαίος ο θρύλος που τον συνοδεύει και που τον προσδιοριζει σαν τον πιο πολυσύνθετο ποδοσφαιριστή που αναδείχθηκε στην Ελλάδα και λέει πως μπορούσε να παίξει ποδόσφαιρο από τη θέση του τερματοφύλακα  ως και την οποιαδήποτε θέση επιθετικού ποδοσφαιριστή.

Διέπρεψε σαν ανασταλτικός χαφ. Σαν επιθετικός μέσος, σαν κεντρικός αμυντικός και όπου τον χρησιμοποιούσαν οι εκάστοτε προπονητές του.

Το ελληνικό ποδόσφαιρο “μετράει” λοιπόν τέσσερα χρόνια από την απώλεια του Τάκη Λουκανίδη, του παλαίμαχου άσου της Δόξας Δράμας, του ΠΑΟ, του Άρη (τελευταίος σταθμός στην καριέρα του), που έφυγε προδομένος από την καρδιά του, στα 81 του χρόνια στις 11 Ιανουαρίου 2018.

Πολλές φορές γίνεται η συζήτηση για το ποιος ήταν ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών: Δομάζος, Μαύρος, Χατζηπαναγής ή κάποιος άλλος.

Κανείς δε θα διαφωνήσει όμως πως ο Λουκανίδης ήταν με διαφορά ο πληρέστερος παίκτης, που μπορούσε να αγωνιστεί με άνεση σε όλες σχεδόν τις θέσεις του γηπέδου, ακόμα και τερματοφύλακας.

Ο Λουκανίδης γεννήθηκε στο Παρανέστι της Δράμας το 1937. Ήταν γόνος πολύτεκνης, αγροτικής οικογένειας, αλλά έχασε σε μικρή ηλικία τον πατέρα του, που τον κρέμασαν οι φασιστικές, βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις, το 1942, λίγο μετά την εξέγερση της Δράμας. Περνά δύσκολα παιδιά χρόνια, αλλά καταφέρνει να σπουδάσει στη Γεωπονική Σχολή της Κομοτηνής, όπου αναδεικνύεται το ταλέντο του και υπογράφει το πρώτο του δελτίο με την τοπική ΑΕΚ. Επιστρέφει με επεισοδιακό τρόπο στη Δράμα και μένει για μια πενταετία στη Δόξα, που ζει τα χρυσά της χρόνια και φτάνει τρεις φορές στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας, χωρίς να καταφέρει όμως να το κατακτήσει. Μένει έτσι μια βασίλισσα χωρίς στέμμα και περνάει με αυτό το προσωνύμιο στην ιστορία.

Γίνεται μήλο της έριδος για τις μεγάλες ομάδες του τέως ΠΟΚ και το 1962 κλείνει η μεταγραφή του στον ΠΑΟ, με τη φανέλα του οποίου αγωνίζεται επτά χρόνια και γνωρίζει πολλές διακρίσεις. Δεν προλαβαίνει τη μεγάλη ομάδα που έφτασε ως το Ουέμπλεϊ και τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, αλλά γράφει ιστορία ως βασικό στέλεχος της ομάδας που κατέκτησε αήττητη το πρωτάθλημα το 1964 (ένα επίτευγμα που παραμένει μοναδικό μέχρι σήμερα για τα δεδομένα του ελληνικού πρωταθλήματος).

Στο ενδιάμεσο αγωνίστηκε για ένα φεγγάρι και με ομάδα της Ν. Αφρικής (!) όπου είχε καταφύγει μετά από μια περιπετειώδη ιστορία με την αγαπημένη του σύζυγο.

Το 1969 παίρνει μεταγραφή στον Άρη, όπου παίρνει ένα ακόμα Κύπελλο Ελλάδας το 1970 και κλείνει μια μεγάλη καριέρα. Κερασάκι στην τούρτα είναι οι 23 συμμετοχές του με την Εθνική Ελλάδας και τα τρία τέρματα που πέτυχε αγωνιζόμενος με τα χρώματά της.

To Top